Η απουστειρωμένη έκδοση του Πλαθολογίου, με 369 νέες λέξεις, περιγράφει και διακωμωδεί φαινόμενα της γκέι και λεσβιακής κουλτούρας της Ελλάδας. Την έκδοση έχει εικονογραφήσει υπέροχα η Χριστίνα-Αντουανέττα Νεοφώτιστου.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Αδερφρίκη, η
Το σοκ που θα πάθει η ελληνική κοινωνία έτσι και μάθει πόσοι διάσημοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, λογοτέχνες, επιστήμονες κ.ά. είναι ομοφυλόφιλοι/ες. «Καλέ, έπαθα μια αδερφρίκη! Τα έμαθες για τον Λ.Λ.;»
Απουστείρωση, η
Επείγουσα μέθοδος αφαίρεσης ομοφυλοφιλικών μικροβίων από χώρο κατοικίας εν όψει επίσκεψης μαμάς, θείας ή άλλου συγγενή που (επιμένει να) πιστεύει ότι ο γιος είναι απλώς καλός φίλος με τον Τάκη. «Δεν προλαβαίνω να ’ρθω σινεμά, πρέπει να κάνω απουστήρωση. Αύριο έρχεται η μαμά απ’ το χωριό.»
Γκεϊράζ, το
Χώρος στάθμευσης και αποθήκευσης πρώην γκόμενων, για χρήση σε επείγουσες συνθήκες αγαμίας.
Γκύπριοι, ο
α. Κύπριοι ομοφυλόφιλοι που έχουν ξενιτευτεί στην Ελλάδα και το Λονδίνο για να γλιτώσουν από τον Μεσαίωνα της μικρόψυχης Μεγαλονήσου. Οι μισοί Κύπριοι που ζουν στην Ελλάδα και όλοι όσοι ζουν στο Λονδίνο είναι Γκύπριοι. β. Διασταύρωση Κυπρίου με γκυ.
Κεϊλλιτέχνης, ο
Καλλιτέχνης που είναι περισσότερο γκέι και λιγότερο καλλιτέχνης, με οδυνηρά αποτελέσματα για την τέχνη και θανατηφόρες επιπτώσεις για τους θεατές. (Στη Θεσσαλονίκη: Γκεϊλλιτέχνης.)
Λεσβαλαντώνω, ρ. αμετβ.
Κάνω σαν μουρλή που με παράτησε η γκόμενα, συνήθως με μουσική υπόκρουση βαριά λαϊκά ή Γαλάνη. Να τονιστεί ότι λεσβαλαντώνουν και οι γκέι, αλλά εκείνοι προτιμούν Μαρινέλλα.
Λεσβαρίδι, το
Πρώην που έχει γίνει κολλιτσίδα και δεν λέει να ξεκολλήσει.
Λεσβιτρίνα, η
Γκέι φίλος μιας λεσβίας που ποζάρει για σχέση της για λόγους αλληλοκάλυψης. «Α κοίτα, η Μάρθα με τη λεσβιτρίνα της!»
Λεσβολιδοσκοπώ, ρ. μετβ.
Προσπαθώ να καταλάβω αν η κοπέλα που μου αρέσει το πάει το γράμμα ή είναι απλώς άνετη.
Μακρολεσβούτι, το
Οι στρέιτ (λέμε τώρα) γυναίκες που τα φτιάχνουν με λεσβίες αλλά ισχυρίζονται ότι δεν είναι λεσβίες κάνουν μακρολεσβούτι στην ομοφυλοφιλία.
Μπουχτιβιστές, οι
Συνδικαλισμένοι γκέι που από τη στιγμή που αρχίζουν να διεκδικούν τα δικαιώματά μας, για κάποιο ανεξήγητο λόγο χάνουν το χιούμορ τους και γίνονται ανυπόφορα σοβαροφανείς. «Μα ήταν ανάγκη να φέρεις αυτόν τον μπουχτιβιστή στο πάρτυ; Θα μας τα ζαλίσει πάλι!»
Μπροστογλέντης, ο
Το αντίθετο του πισωγλέντη. Βεβαίως, όπως συμβαίνει και με τα πουλόβερ, συχνά το μπροστά και το πίσω μπερδεύονται.
Ντιγκέι, ο
Ντιτζέι, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού. που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το I Will Survive. Μία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές. «Last night a deegay mou gamise ti vradia» Laiko asma.
Ξελουγκρίζω, ρ. αμετβ.
Αλλάζω τη φωνή μου στο πιο αντρικό για να μη με πάρουν χαμπάρι. «Ένα-δύο, ένα-δύο» ξελούγκρισε ο Τάκης πριν απαντήσει στην κλήση του νέου υποψήφιου εραστή.
Ορμοφυλόφιλος, ο
Η λυσσάρα που έτοιμη είναι να σου κλέψει τον γκόμενο την ώρα που σκύβεις να δέσεις το κορδόνι σου.
Παππούστης, ο
Ο ομοφυλόφιλος που ερωτεύεται (πολύ) μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες.
Τοιούτος, ο
Ο δυσλεξικός αδερφός του Τουίτι.
Υφαλοτρυπίδα, η
Γκέι που είναι τόσο απελπισμένα τοπ που έτσι και τολμήσεις να πλησιάσεις στα 12 ναυτικά μίλια της κωλοτρυπίδας του, πέφτει συναγερμός στο ΓΕΕΘΑ.