
«Θέλω να πάψω να συγκρίνομαι με άλλους!» ακούω και ξανακούω στις συνεδρίες από θεραπευόμενες, ενώ λίγο μετά ξανασυγκρίνονται με κάποια φίλη ή γνωστή. Να είσαι ο εαυτός σου! Μη σε νοιάζει η γνώμη των άλλων! μας γανώνουν τ’ αυτιά. Ακούγεται πολύ όμορφο, αλλά είναι μια μαλακία και μισή. Πρέπει να μας νοιάζει η γνώμη των άλλων! Βασικά, είναι βιολογικά αδύνατο να μη μας νοιάζει η γνώμη των άλλων.
Όλες και όλοι μας συγκρινόμαστε ασταμάτητα με άλλους ανθρώπους και μας καίει τι γνώμη έχουν για μας. Ο λόγος είναι απλός: επιβίωση! Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι homo sapiens ζούμε αποκλειστικά σε αγέλες. Είμαστε ένα υπερκοινωνικό είδος, που ουδέποτε στην πολυχιλιετή ιστορία μας δεν μπορούσαμε να επιβιώσουμε αυτόνομα ως μεμονωμένα άτομα. Το να βρεθούμε εκτός αγέλης σήμαινε και σημαίνει βέβαιο θάνατο. Κι όταν λέω θάνατο, δεν εννοώ μόνο το να πεθάνουμε λόγω των σωματικών κινδύνων που θα συνεπαγόταν το να μας ξωπετάξει η κοινωνική μας ομάδα, αλλά και λόγω συναισθηματικής στέρησης: οι άνθρωποι ως είδος δεν γίνεται να επιβιώσουμε χωρίς στενές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Όπως και άλλα αγελαία ζώα, όταν τα χωρίσεις από την αγέλη τους, ακόμα κι αν είναι σωματικά ασφαλή, μόνα τους μαραζώνουν και συχνά πεθαίνουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους: μόνοι μας μαραζώνουμε, αγριεύουμε, τρελαινόμαστε. Οι σχέσεις με άλλους ανθρώπους είναι τόσο θεμελιώδες χαρακτηριστικό μας, που αν αναγκαστούμε να βρεθούμε μόνες μας για μεγάλο διάστημα, επινοούμε φανταστική παρέα: τα παιδιά που βιώνουν καταστροφική μοναξιά επινοούν φανταστικούς φίλους, ο Ναυαγός δημιούργησε τον Γουίνστον κτλ. Οι άνθρωποι δεν ήμασταν ποτέ κι ούτε θα κατορθώσουμε ποτέ να είμαστε ανεξάρτητοι και αυτάρκεις, σωματικά ή συναισθηματικά. Υπάρχουμε αποκλειστικά μέσα από τις σχέσεις μας με άλλα ανθρωπάκια· είμαστε αυτό ονομάζεται σχεσιακά όντα. Πλήθος διανοητών και ερευνητών (Pierre Bourdieu, Martin Buber, Robin Dunbar, John Bowlby, Erik Erikson, George Herbert Mead, Jean Baker Miller, κ.ά.) έχουν στοιχειοθετήσει ότι οι άνθρωποι αναπτυσσόμαστε μέσα από τις στενές και όχι τόσο σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους παρά μέσα από τα ατομικά μας επιτεύγματα. Σύμφωνα με τη θεωρία του Dunbar για τον κοινωνικό εγκέφαλο, ο νεοφλοιός, που ευθύνεται για τις πιο εκλεπτυσμένες σκέψεις είναι δυσανάλογα μεγαλύτερος στον άνθρωπο σε σύγκριση με άλλα είδη, επιτρέποντας την ενσυναίσθηση και τη συνεργατικότητα, ακριβώς επειδή ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξελίχθηκε κατά κύριο λόγο για να διαχειρίζεται τις περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις σε μεγάλες αγέλες. Παρόμοια λειτουργία επιτελούν και οι κατοπτρικοί νευρώνες μας, οι οποίοι μας επιτρέπουν (ή σχεδόν αναγκάζουν) να νιώθουμε στο δικό μας σώμα το τι αισθάνεται ένας άλλος άνθρωπος και να κατανοούμε την ψυχική του κατάσταση. Όπως εξηγεί το νοτιοαφρικανικό φιλοσοφικό ρεύμα Ουμπούντου: «υπάρχω επειδή υπάρχουμε».
Δεδομένου, λοιπόν, ότι ζούμε μόνο σε αγέλες, έχει τεράστια σημασία για την επιβίωσή μας να παραμένουμε αποδεκτοί απ’ τον κύκλο μας. Κι αυτό σημαίνει να μεριμνούμε διαρκώς, ώστε τα άλλα άτομα του κύκλου μας να διατηρούν μια ευνοϊκή γνώμη για μας. Κατά συνέπεια, ξοδεύουμε πολλή ενέργεια στο τι γνώμη έχουν οι άλλοι για μας. Συγκρινόμαστε με άλλους και ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας, το ντύσιμό μας, το πώς μιλάμε, το τι μας αρέσει – όλες στρατηγικές για να συνεχίσουμε ν’ ανήκουμε στην αγέλη μας. Το να συγκρινόμαστε με το τι κάνουν άλλοι σαν κι εμάς είναι βιολογικά καλωδιωμένο μέσα μας. Το να διαφοροποιηθούμε σε ακραίο βαθμό από την αγέλη μας μάς βάζει σε κίνδυνο να εξοστρακιστούμε κι αυτό σημαίνει συναισθηματικό θάνατο. Οπότε παρατηρούμε συνέχεια τι κάνουν άλλοι σαν κι εμάς και ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας ανάλογα. Και τα άλλα ανώτερα πρωτεύοντα συγκρίνονται συνεχώς με άλλα άτομα της αγέλης τους και ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους (de Waal, 1982).
Προσοχή: δεν συγκρινόμαστε με τον οποιονδήποτε τυχάρπαστο! Συγκρινόμαστε με άλλους σαν κι εμάς, τους peers[1] μας, ή με άτομα υψηλότερου κύρους, όπως καταδεικνύουν πολλές έρευνες. Θα παραθέσω ένα μόνο παράδειγμα: σε μια μεγάλη πολυετή έρευνα σε 150.000 Σουηδέζες ηλικίας 20-44 ετών, οι γυναίκες που είχαν τακτική επαφή με συναδέλφους που μόλις είχαν κάνει παιδιά εμφάνιζαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να κάνουν κι εκείνες παιδί μέσα στους επόμενους 13 με 24 μήνες. Οι γυναίκες επηρεάζονταν μόνο αν οι συνάδελφοί τους βρίσκονταν σε παρόμοια ηλικία και είχαν ίδιο ή υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο· αν όμως οι συνάδελφοι που έκαναν παιδί είχαν χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, δεν ασκούταν καμία επιρροή. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνονται κι από άλλες έρευνες (Mas & Moretti 2009· Falk & Ichino 2008· Ichino & Maggi, 2000· Hesselius, Johansson & Nilsson 2009, όλα στο Hensvik & Nilsson, 2010). Για να το πούμε πιο απλά, το τι κάνουν οι άλλοι στον στενό μας κύκλο, ειδικά όταν αυτοί οι άλλοι έχουν κύρος (π.χ. η διευθύντρια αλλά όχι η καθαρίστρια) επηρεάζει τις επιθυμίες μας χωρίς να το συνειδητοποιούμε.
Θυμάμαι τον εαυτό μου σ’ ένα συνέδριο πριν από κάμποσα χρόνια. Είχαν μιλήσει 3-4 ψυχοθεραπεύτριες και μετά έκανε παρουσίαση ένας γκέι άντρας, πάνω κάτω στην ηλικία μου, βελγικής καταγωγής αλλά εγκαταστημένος στη Νέα Υόρκη. Χωρίς να το πάρω χαμπάρι, άρχισα να συγκρίνομαι μ’ εκείνον. Γιατί έχει πιο ωραίο σώμα; Πώς τα κατάφερε και σταδιοδρομεί στη Νέα Υόρκη; Εγώ γιατί δεν μιλάω σ’ αυτό το συνέδριο; Μιλάει χειρότερα αγγλικά (πάλι καλά). Δεν νομίζω ότι άκουσα πολλά απ’ την παρουσίασή του, αφού τρωγόμουν μέσα μου απ’ τις συγκρίσεις που έκανα. Ευτυχώς, με έφερα στα συγκαλά μου υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως ήταν πολύ φυσιολογικό να συγκριθώ με εκείνον που ήταν peer μου παρά με τις άλλες συναδέλφους και σιγά σιγά κατάφερα ν’ αποδομήσω τις άτοπες συγκρίσεις, αφού με καμία δύναμη δεν θα ήθελα να ζω στη Νέα Υόρκη (που όμως έχει υψηλότερο κύρος απ’ την Αθήνα) ή να δουλεύω στη δομή που δούλευε εκείνος. Οι συγκρίσεις είναι πολύ ύπουλες και συχνά μας πιάνουν στον ύπνο…
Οι συγκρίσεις ξεκινάνε ήδη από την παιδική ηλικία (6-12), καθώς τα παιδιά συνειδητοποιούν τις κοινωνικές νόρμες και αξιολογούν τις δικές τους ικανότητες σε συνάρτηση με αυτές των συνομήλικών τους, διαπλάθοντας σταδιακά την αυτοεικόνα τους. Για τα μικρά παιδιά, το να διαφέρουν υπερβολικά απ’ τους άλλους είναι εφιάλτης. Οι συγκρίσεις γίνονται ακόμα πιο έντονες και τραυματικές στην εφηβεία, καθώς παιδευόμαστε να σχηματίσουμε την ταυτότητά μας και την αίσθηση εαυτού, κυρίως μέσα από τη σύγκριση με συνομηλίκους και πρότυπα που θαυμάζουμε.
Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να μη συγκρινόμαστε με άλλους και να μη μας νοιάζει η γνώμη τους. Εξαρτιόμαστε από τη γνώμη των άλλων, είτε μας αρέσει είτε όχι, όπως εξαρτιόμαστε από το οξυγόνο. Και τι δηλαδή, θα άγομαι και θα φέρομαι για πάντα από τι γνώμη έχει ο κάθε άσχετος για μένα; Ευτυχώς όχι!
Το ζήτημα είναι ποιανών γνώμη μας νοιάζει και σε ποιον βαθμό. Πόσα ακροβατικά θα κάνω, πόσο θα με καταπιέσω και θα με διαστρεβλώσω, προκειμένου να εκμαιεύσω την καλή γνώμη οποιουδήποτε; Αναγνωρίζοντας ότι αναγκαστικά μας νοιάζει η γνώμη των άλλων, έχει ύψιστη σημασία για την ψυχική μας υγεία να φροντίσουμε ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι που μας περιστοιχίζουν. Αφού υποχρεωτικά ζούμε σε αγέλες, μήπως έχουμε καθήκον φροντίδας προς τον εαυτό μας να σχηματίσουμε τη σωστή αγέλη, η οποία ν’ απαρτίζεται από ανθρώπους που εμφορούνται από παρόμοιες αρχές, πιστεύω, αισθητική και τρόπο ζωής με τα δικά μας; Αν ζούμε σε μεγάλες πόλεις, αυτό είναι εφικτό, παρότι μπορεί να χρειαστεί χρόνος και κόπος για να ενταχθούμε ή να δημιουργήσουμε μια αγέλη που είναι η σωστή για εμάς. Έτσι κι αλλιώς καμιά μας δεν ζει σε ολόκληρη την κοινωνία, αλλά σε μικροομάδες, δηλαδή στενούς προσωπικούς κύκλους.
Το να πασχίζω να εκμαιεύσω την καλή γνώμη ανθρώπων που ούτως ή άλλως δεν μου ταιριάζουν είναι ολέθριο για την ψυχική μου υγεία. Απεναντίας, αν ανήκω σ’ έναν κύκλο ανθρώπων που λίγο πολύ ταιριάζουμε μεταξύ μας όσον αφορά τα πιστεύω μας και τον τρόπο ζωής, θα μου είναι ευκολότερο ν’ αντιμετωπίζω τις αρνητικές γνώμες άσχετων ατόμων εκτός του κύκλου μου. Εννοείται ότι θα με τσούξει λιγάκι αν ο φούρναρης με κοιτάξει με μισό μάτι ή ένας συνάδελφος στη δουλειά ψέξει το ντύσιμό μου ή τον τρόπο ζωής μου, όμως θα μου στοιχίσει πολύ λιγότερο, αν ταυτόχρονα οι άλλοι άνθρωποι που έχω επιλέξει να έχω στη ζωή μου με εγκρίνουν και εναρμονίζονται με τον τρόπο που υπάρχω. Συχνά, δυστυχώς, αυτό σημαίνει ν’ απομακρυνθώ από συγγενείς που δεν με δέχονται όπως είμαι αλλά προσπαθούν με το ζόρι να με κάνουν να ζήσω σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα – πάντα για το καλό μου βεβαίως βεβαίως.
Επειδή είμαστε πολύ επιρρεπείς στις συγκρίσεις, έχει τεράστια σημασία τι εικόνες και πρότυπα ρόλων επιτρέπουμε να μπουν στη ζωή μας. Αν ξημεροβραδιαζόμαστε στο Ίνστα χαζεύοντας υπερτέλειες κορμάρες και χλιδάτες διακοπές σε εξωτικούς προορισμούς, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα μας συγκρίνουμε αρνητικά, με βαριές επιπτώσεις για την ψυχολογία μας και την αυτοεικόνα μας. Όπως και στο παραμύθι, ας θυμόμαστε πώς νιώθουμε ασχημόπαπα μόνο στον βαθμό που εξακολουθούμε να κάνουμε παρέα με παπάκια, αντί να βρούμε το δικό μας σμήνος.
Βιβλιογραφία
- Bourdieu, P. (1984). Distinction: A Social Critique of the Judgement of Taste. Routledge.
- Bowlby, J. (1982). Attachment and Loss: Vol. 1. Attachment. Basic Books.
- Chou, H. T. & Edge, N. (2012). “They are happier and having better lives than I am”: The impact of using Facebook on perceptions of others’ lives. Cyberpsychology, Behavior, and Social Networking, 15(2), 117–121.
- De Waal, F. (2007). Chimpanzee Politics: Power and Sex Among Apes. John Hopkins University Press.
- Dunbar, R. I. M. (1998). “The Social Brain Hypothesis.” Evolutionary Anthropology, 6(5), 178–190.
- Erikson, E. H. (1963). Childhood and Society. Norton.
- Festinger, L. (1954). A theory of social comparison processes. Human Relations, 7(2), 117–140.
- Hensvik, Lena, και Nilsson, Peter. (2010). Businesses, buddies and babies: Social ties and fertility at work. (Series: Working Paper; No.2010:9.) Uppsala: Institute for Labour Market Policy Evaluation (IFAU.
- Mbiti, J. S. (1969). African Religions and Philosophy. Heinemann.
- Mead, G. H. (1934). Mind, Self, and Society. University of Chicago Press.
- Miller, J. B., & Stiver, I. P. (1997). The Healing Connection: How Women Form Relationships in Therapy and in Life. Beacon Press.
- Rizzolatti, G., & Sinigaglia, C. (2008). Mirrors in the Brain: How Our Minds Share Actions and Emotions. Oxford University Press.
[1] Το «ομότιμος», όπως συνήθως μεταφράζεται στα ελληνικά το peer είναι βλακώδης μετάφραση, χωρίς ουσιαστικό νόημα στη γλώσσα μας. Peers είναι άτομα παρόμοιου τρόπου ζωής, ηλικίας, κύρους κι ενδιαφερόντων και παραμένει δυσμετάφραστο στη γλώσσα μας. Σωστότερη αλλά δύσχρηστη μετάφραση θα ήταν το «παρόμοιοί μου».