
Έγινε πολύς χαμός για το Adolescence και τους κινδύνους που διατρέχουν τα μικρά παιδιά στο διαδίκτυο. Πολλοί γονείς σοκαρίστηκαν με το τι μπορεί να συμβαίνει στην οθόνη ενός κινητού ενώ το παιδί τους είναι φαινομενικά ασφαλές στο δωμάτιό του. Όμως όλο αυτό είναι τελείως παραπλανητικό. Ο κίνδυνος δεν είναι το διαδίκτυο αυτό καθαυτό – κάθε άλλο! Ο κίνδυνος που απειλεί τα παιδιά και παλιά και τώρα είναι οι ίδιοι οι γονείς – σπάνια ηθελημένα, σχεδόν πάντα άθελά τους.
Ο Τζέιμι δεν έπαθε ό,τι έπαθε στο διαδίκτυο – τον τραμπουκισμό από τα κορίτσια και τα άλλα αγόρια. Ούτε φανατίστηκε επειδή του έγινε πλύση εγκεφάλου στη manosphere του Τέιτ και άλλων ανεγκέφαλων μισογύνηδων. Όλα αυτά συνέβησαν σίγουρα, αλλά μόνο ως τελευταίο διακοσμητικό γλάσο στον ήδη βαθιά ριζωμένο μισογυνισμό και την άρτια τσιμεντωμένη έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης που είχε ήδη διδαχτεί από το σπίτι του.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της σειράς παρακολουθούμε πότε έναν τρομοκρατημένο, πότε έναν τρομοκρατούντα έφηβο, ο οποίος από τη μία αδυνατεί να ονοματίσει τα συναισθήματά του και από την άλλη δεν εισπράττει ούτε στοιχειώδη συναισθηματική στήριξη από τον πατέρα του. Ακόμα και στις πιο σπαραξικάρδιες στιγμές που το παιδάκι αγωνιά, ο πατέρας του όχι μόνο δεν τον παίρνει αγκαλιά αλλά ούτε καν τον αγγίζει· καθ’ όλη τη σειρά, μόνο μία φορά του κάνει ένα αμήχανο πατ πατ στον ώμο. Εξυπακούεται πως ούτε ο Τζέιμι ζητά μια αγκαλιά – αυτό θα ήταν ολέθριο για την εύθραυστη αρρενωπότητά του, την οποία πασχίζει να εμπεδώσει. Ο δεκατριάχρονος Τζέιμι πρέπει να έχει ζήσει τουλάχιστον μια πενταετία δερματικής ασιτίας, όπως τα περισσότερα αγόρια. Για να γίνει αγόρι, που σέβεται τον εαυτό του και δεν κινδυνεύει με εξοστρακισμό από τους συνομήλικούς του, έχει ήδη μάθει ν’ αρνείται τις αγκαλιές της μαμάς (για να μην του βγει η ρετσινιά της αδερφής ή του μαμόθρεφτου), ενώ παράλληλα απαγορεύεται ν’ αγγίζει ή ν’ αγγίζεται από άλλα αγόρια, για τους ίδιους λόγους. Το αντρικό δέρμα πεινάει για άγγιγμα, όπως έχω γράψει, κι αυτή η πείνα των αγοριών για σωματική στοργή ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία – 7-10 χρονών περίπου.
Ο πατέρας του είναι σίγουρα απείρως βελτιωμένη εκδοχή του δικού του κακοποιητικού πατέρα, αλλά παραμένει ένας παραδοσιακά διαπλασμένος άντρας, με περιορισμένη συναισθηματική νοημοσύνη. Όταν η παιδοψυχολογός ρωτά τον Τζέιμι αν ο πατέρας του είναι στοργικός (loving), ο Τζέιμι αποκρίνεται με ειλικρινές σάστισμα, λες και τον ρώτησε αν ο μπαμπάς του τρώει απ’ το πάτωμα: «Όχι, τι βλακείες λες!» (No, that’s weird). Η στοργή μεταξύ αντρών εννοιολογείται ως αλλόκοτη, ύποπτη, επικίνδυνη. Το βρήκα σωματικά οδυνηρό να βλέπω το αγοράκι να σπαράζει στο αστυνομικό τμήμα και ο πατέρας του ακριβώς δίπλα να αδυνατεί να το πάρει αγκαλιά, αφού η αγκαλιά όχι μόνο δεν θεωρείται ωφέλιμη αλλά, αντιθέτως είναι προβληματική για ένα αγόρι που πρέπει να γίνει άντρας.
Ο μάλλον ευαίσθητος Τζέιμι, που του άρεσε να ζωγραφίζει, κουβαλιέται με το ζόρι σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και ρινγκ πυγμαχίας από έναν πατέρα που θέλει να τον «σκληραγωγήσει», γιατί τι πρέπει να είναι αγόρι αν όχι σκληρό; Δεν τα καταφέρνει ακριβώς όπως επιθυμεί αλλά δεν αποτυχαίνει τελείως· ο Τζείμι τελικά σκληραγωγείται – γίνεται σκληρός, αναισθητοποιείται συναισθηματικά και παίρνει το μήνυμα ότι η βία είναι αξία, αφού χαρίζει πόντους ανδρισμού και κοινωνικής καταξίωσης. Ο μικρός δεν είχε καμία ανάγκη να επηρεαστεί από τον Άντριου Τέιτ, αφού είχε ήδη μάθει από τον πατέρα του πως όταν κάποιος σε προσβάλλει ή σε βλάπτει, τον πλακώνεις στο ξύλο· αυτό έκανε ο πατέρας του (επιδεικνύοντας κάποια σωτήρια αυτοσυγκράτηση) στον νεαρό που ενδεχομένως βανδάλισε το βανάκι του. Έτσι λοιπόν, όταν η Κέιτι του έθιξε τον ανδρισμό, πώς αντιδράει ο άντρας ο σωστός; Ο Τζέιμι είχε μάθει καλά το μάθημα από τον πατέρα του.
Ο πατέρας του Τζέιμι έχει συναισθήματα για τα παιδιά του· τα αγαπάει στα σίγουρα αλλά αδυνατεί να τα εκφράσει. Δεν είναι ο μόνος· ο αστυνομικός με τον οποίο ξεκινά η σειρά επίσης είναι ανίκανος να εκφράσει την αγάπη που νιώθει για τον γιο του, από τον οποίο είναι αποξενωμένος. Το σοκ της σύλληψης ενός δεκατριάχρονου τον κινητοποιεί να πει στον γιο του στο πρώτο επεισόδιο ότι τον αγαπάει και θέλει να περάσει χρόνο μαζί του: μια πράξη συναισθηματικής νοημοσύνης.
Ο Πωλ, όπως και άπειροι άλλοι άντρες, μόνο ένα συναίσθημα έχουν διδαχτεί να εκφράζουν ελεύθερα και αμετροεπώς: τον θυμό. Αυτό ακριβώς ομολογεί ο Τζέιμι στην παιδοψυχολόγο, όταν αναφέρει ότι ο πατέρας του διέλυσε ολόκληρη αποθήκη σε μια στιγμή πραγματικής οργής (in a proper rager). Αυτή η καταστροφική έκφραση θυμού από έναν άντρα δεν τρόμαξε τον Τζέιμι – αντιθέτως τη βρήκε «πολύ αστεία». Εξάλλου, γιατί να φοβηθεί, αφού η ίδια του η μάνα αποδέχεται τις εκρήξεις θυμού του άντρα της, λες κι είναι ένα ενοχλητικό αεράκι που θα περάσει, τι να κάνουμε… Ο μικρός έχει ήδη διδαχτεί από την οικογένειά του (και όχι από το διαδίκτυο ή το σχολείο) ότι είναι απολύτως εντάξει οι άντρες να θυμώνουν και να ξεσπάνε με βία, κι οι γυναίκες να το ανέχονται σιωπηλά. Αυτή η σιωπηλή επικύρωση της βίας από τη μητέρα, εξάλλου, επισφραγίζει την υποδεέστερη θέση της. Ο Τζέιμι δεν θέλει τη μάνα του – τι να την κάνει, είναι ανώφελα παθητική και άρα άχρηστη. Πώς θα τον υπερασπιστεί όταν τον μπουζουριάζουν στο αστυνομικό τμήμα, αφού δεν μπορεί να πει μια κουβέντα στον άντρα της όλα αυτά τα χρόνια; Ο Τζέιμι, όπως πολλά αγόρια από την εφηβεία και μετά, έχει μάθει να περιφρονεί τις γυναίκες και κάθε τι θηλυκό. Τις επιθυμεί ερωτικά αλλά δεν τις συμπαθεί και δεν τις σέβεται – όπως δεν τις σέβεται ούτε ο πατέρας του με τα ξεσπάσματά του. Ήδη το παίζει μάγκας προς την παιδοψυχολόγο και εννοείται πως δεν τη σέβεται επειδή είναι γυναίκα.
Η έμφυλη δυναμική της κάθε οικογένειας, δηλαδή το πώς πατεράδες και μανάδες συνδιαλέγονται και φέρονται μεταξύ τους, χτίζουν την πρώτη και ουσιαστικότερη βάση για το πώς τα παιδιά τους σχηματίζουν τον έμφυλο εαυτό τους και πώς αντιλαμβάνονται το κάθε φύλο. Αυτή η έμφυλη εκπαίδευση και διαμόρφωση ξεκινά αλλά δεν περιορίζεται στο σπίτι. Πολλοί γονείς μου έχουν ομολογήσει πως παρατηρούν αβοήθητοι με τρόμο το ευαίσθητο αγοράκι τους να εκτραχύνεται μόλις πάει σχολείο και εκτεθεί στη διαδικασία αρρενοποίησης λόγω peer pressure από τα άλλα αγόρια, που πρέπει συνεχώς να αποδεικνύουν πόσο αγόρια είναι. Αδιαμφισβήτητα, οι γονείς δεν μπορούν να προστατέψουν τα παιδιά τους απ’ όλους τους κινδύνους που διατρέχουν, προ ή μετά διαδικτύου. Τα παιδιά θα επηρεαστούν από πολλές άλλες προσλαμβάνουσες, ό,τι μέτρα προστασίας κι αν πάρουν οι γονείς. Αλλά χρειάζεται να πάρουν κάποια μέτρα, ειδικά όσον αφορά το πώς τα παιδιά αντιλαμβάνονται το φύλο τους και τις άνισες, εξόχως βίαιες σχέσεις μεταξύ των φύλων, οι οποίες ήδη αποτελούν τον κανόνα με τον οποίο έχουμε μεγαλώσει όλες και όλοι. Η βία κατά των γυναικών είναι δεδομένο στοιχείο της κοινωνικοποίησής μας· αν δεν το θίξουμε ως θέμα από πολύ μικρή ηλικία, είναι ανόητο να σοκαριζόμαστε όταν αργότερα ο γιος μας θεωρεί όλες τις γυναίκες πουτάνες ή ανοίγει το κεφάλι της κοπέλας του επειδή του είπε να χωρίσουν.
Το διαδίκτυο μπορεί να παρουσιάζει πολλούς κινδύνους για τα νέα παιδιά, όμως ταυτόχρονα παρέχει και πολλές πηγές βοήθειας σε παιδιά που, χωρίς διαδίκτυο, θα ήταν εγκλωβισμένα σε μια έρημο κακοποίησης ή έλλειψης επαρκούς στήριξης. Η ομοφοβία, ο σεξισμός κι η βία δεν εμφανίστηκαν ούτε χειροτέρεψαν[1] απαραίτητα μετά το διαδίκτυο – απλώς τώρα τα μαθαίνουμε πιο πολύ, ενώ παλαιότερα οι γονείς δεν είχαν ιδέα τι φρίκες ζούσαμε στον δρόμο ή στο σχολείο. Όσες/οι μεγαλώσαμε πριν από το διαδίκτυο το γνωρίζουμε καλά αυτό. Κάθε φορά που κυκλοφορούσα έξω απ’ το σπίτι μου θεωρούμουν νόμιμο θήραμα – ο καθένας μπορούσε να με κράξει, να με φτύσει, να με χτυπήσει ατιμωρητί, ακόμα και μπροστά σε δασκάλους ή άλλους ενήλικες, οι οποίοι δεν ασχολούνταν. Οι γονείς μου σίγουρα ήθελαν να με προστατέψουν κι έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά ήταν τραγικά ανεπαρκείς. Το σχολείο ήταν ένα πεδίο μάχης, όπου κινδύνευα καθημερινά, χωρίς να μπορώ ν’ αποταθώ πουθενά για βοήθεια. Παραπέμπω στον ήρωα της ταινίας All of Us Strangers, στην οποία οι γονείς του τον άκουγαν να κλαίει μόνος του στο δωμάτιο, αλλά λόγω της ομοφοβίας τους αδυνατούσαν να του προσφέρουν έστω μια στοιχειώδη βοήθεια. Σήμερα, εγώ ή εκείνο το παιδί θα μπορούσαμε τουλάχιστον να βρούμε κάποια βοήθεια ονλάιν, όπως πολλά παιδιά στις μέρες μας βρίσκουν καταφύγιο στο διαδίκτυο, επειδή οι γονείς τους σφυρίζουν αδιάφορα, δεν προλαβαίνουν, δεν έχουν καμία ευαισθητοποίηση ή απλά είναι ανεπαρκείς στον ρόλο τους, παρ’ όλες τις ειλικρινείς καλές προθέσεις τους.
[1] Αυτό που έχει μάλλον αυξηθεί είναι η βία μεταξύ κοριτσιών – ένα φαινόμενο που για λόγους έκτασης δεν μπορεί να καλυφθεί εδώ.