
Ξανά και ξανά στις ομάδες μου και στις ατομικές συνεδρίες, ακούω γκέι άντρες να κατηγορούν τον εαυτό τους: «Γιατί έχασα τόσα χρόνια να κρύβομαι και να μην τολμάω να ζήσω; Γιατί ήμουν τόσο δειλός; Γιατί έφτασα στα 28 (37, 44, 50, 61, επιλέξτε ελεύθερα, όλες πραγματικές ηλικίες) για να κατορθώσω επιτέλους να μου επιτρέψω να κάνω σεξ; Γιατί ακόμα και σήμερα ντρέπομαι και κρύβομαι; Γιατί ακόμη φοβάμαι να το αποκαλύψω ακόμα και σε φίλους που ξέρω ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα; Γιατί ακόμη δεν έχω καταφέρει να κάνω μια σχέση;» Συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους γκέι και αυτομαστιγώνονται: «Γιατί άλλοι έχουν καταφέρει να ζουν πιο ελεύθερα και δεν φοβήθηκαν να εκφράσουν την ομοφυλοφιλία τους σε μικρότερη ηλικία; Άρα εγώ φταίω που είμαι δειλός/προβληματικός/ανώριμος κτλ». Η λίστα με κακά λόγια προς τον εαυτό τους είναι ατελείωτη κι εξουθενωτική…
Ακούω αυτούς τους μύδρους αυτοκατηγορίας και θλίβομαι από την έλλειψη κατανόησης, συμπόνιας και δικαιοσύνης που δείχνουν. Ταυτόχρονα, κατανοώ απόλυτα πόσο εύκολο είναι να ρίξουν το φταίξιμο σχεδόν αποκλειστικά στον εαυτό τους αντί ν’ αναγνωρίσουν το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται και πώς αυτό επηρεάζει το τι (δεν) έχουν καταφέρει. Δύο είναι τα βασικά αίτια που οδηγούν πολλούς/ές από εμάς να κατηγορούμε αποκλειστικά τον εαυτό μας για τα ελλείματα και τις αδυναμίες μας αντί ν’ αναγνωρίζουμε το πόσο αναγκαστικά, αναπόφευκτα και καταλυτικά επηρεαζόμαστε από παράγοντες που είναι πέρα από τις δυνάμεις μας. Το πρώτο αίτιο είναι η βιολογία μας· το δεύτερο είναι η κυρίαρχη φιλοσοφία της εποχής μας. Σε αυτό το άρθρο θα αναλύσω τις συγκρίσεις· λόγω έκτασης, το δεύτερο αίτιο το καλύπτω σε άλλο άρθρο.
Όπως επιχειρηματολόγησα στο άρθρο μου «Μη σε νοιάζει η γνώμη των άλλων και άλλες μπούρδες», ως homo sapiens είμαστε βιολογικά καλωδιωμένοι να συγκρινόμαστε συνεχώς με άλλους ανθρώπους για λόγους επιβίωσης. Κάνουμε αναπόφευκτα συγκρίσεις με άλλους, ειδικά με άλλους σαν κι εμάς, δηλαδή άτομα παραπλήσια σε ηλικία, κοινωνικό στάτους, σεξουαλικό προσανατολισμό, επάγγελμα κτλ, διότι το να διατηρούμε την ευνοϊκή γνώμη των άλλων σημαίνει ότι δεν κινδυνεύουμε ν’ αποβληθούμε από την αγέλη μας. Το ν’ ανήκουμε στην κοινωνική μας ομάδα είναι απαραίτητο για την επιβίωσή μας, τόσο τη βιολογική όσο και τη συναισθηματική, καθώς οι άνθρωποι πάντοτε λειτουργούμε αποκλειστικά ως μέλη ομάδων νοερών και πραγματικών, είτε το αναγνωρίζουμε είτε όχι.
Έτσι, λοιπόν, όλοι οι άνθρωποι συνεχώς συγκρινόμαστε και προς τα πάνω (δηλαδή με άτομα και καταστάσεις που αξιολογούμε θετικά) και προς τα κάτω (άτομα και καταστάσεις που αξιολογούμε αρνητικά) και είτε εμπνεόμαστε και προσπαθούμε να πάρουμε το καλό παράδειγμα είτε μας επικρίνουμε και καταρρακώνεται η αυτοεικόνα μας.
Το πρόβλημα δεν είναι οι ούτως ή άλλως αναπόφευκτες συγκρίσεις (αν και θα μας έκανε άπειρο καλό να τις κάνουμε πιο συνειδητά). Το πρόβλημα είναι πως όταν συγκρινόμαστε, εστιάζουμε σε ελάχιστα στοιχεία που θεωρούμε ότι έχουμε κοινά με τους άλλους (π.χ. είμαστε και οι δύο γκέι ή συνομήλικοι) και απαλείφουμε ένα σωρό άλλα στοιχεία στα οποία διαφέρουμε και τα οποία επηρεάζουν το γιατί έχουμε διαφορετική ζωή. Για παράδειγμα, συγκρίνομαι μ’ έναν άλλον γκέι που έκανε κάμινγκ άουτ στα 19 κι έχει σχέση από τα 23 και με βγάζω σκάρτο που στα 36 ακόμα κρύβομαι κι έχω μόνο μερικές ξεπέτες στο ενεργητικό μου. Όμως είναι δίκαιη η σύγκρισή μου; Το ότι έχουμε κοινό σεξουαλικό προσανατολισμό και παρόμοια ηλικία, δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα απολύτως. Ξεκινήσαμε και οι δυο μας από την ίδια αφετηρία; Ευνοηθήκαμε με τα ίδια εφόδια; Χαντακωθήκαμε από τα ίδια εμπόδια; Φερειπείν, ο άλλος μπορεί να μεγάλωσε σε μια οικογένεια που από μικρή ηλικία τον στήριζε να έχει το θάρρος της γνώμης του ή τον ευνόησε να πιστέψει στον εαυτό του και ν’ ανεξαρτητοποιηθεί νωρίς. Αντιθέτως, εμένα οι δικοί μου γονείς μπορεί να με απόπαιρναν κάθε φορά που άρθρωνα μια γνώμη ή να με υποτιμούσαν ή να μου γάνωναν τ’ αυτιά να μην εμπιστεύομαι ποτέ τους άλλους, γιατί όλοι είναι αναξιόπιστοι και κανείς ποτέ δεν θα μ’ αγαπήσει πραγματικά όπως η οικογένειά μου. Η εσωτερική δύναμη και γενναιότητα (ή, αντίθετα, η αδυναμία κι η δειλία) που υποτίθεται με χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο δεν είναι μια ολοδική μου ιδιότητα που αναβλύζει από μέσα μου αυθύπαρκτα επειδή είμαι γαμάτο άτομο, αλλά αποτέλεσμα και του τρόπου που με μεγάλωσαν: με ανύψωσαν και με ενδυνάμωσαν ή με κάτσιασαν και μου έκοψαν τα φτερά;
Προσωπικά, έκανα κάμινγκ άουτ στους γονείς μου στα 17. Όχι όμως επειδή ήμουν πιο γενναίος ή δυνατός από οποιοδήποτε άλλο γκέι αγόρι (χεσμένος πάνω μου ήμουν και απίστευτα φοβικός), αλλά επειδή μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου η μητέρα μου μας έλεγε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να μη μας νοιάζει τι λέει ο κόσμος και να μη δίνουμε σημασία στα κουτσομπολιά· μάλιστα, οι γονείς μου το εφάρμοζαν αυτό στην πράξη, οπότε δεν ήταν μόνο κούφια λόγια. Επίσης, από πολύ μικρή ηλικία, άφηναν εμένα και την αδερφή μου να εκφράζουμε τη γνώμη μας, ακόμα και για πολιτικά, χωρίς ποτέ να μας πούνε να το βουλώσουμε επειδή «είμαστε παιδιά». Παρότι δεν με θεωρώ ιδιαίτερα ευφυή, έχω μια ευκολία να νιώθω ικανός (ακόμα κι όταν δεν είμαι) επειδή ποτέ δεν αμφισβήτησαν την ευφυΐα μας – το αντίθετο κιόλας. Το κάμινγκ άουτ που έκανα στα 17 δεν οφείλεται σε κάποιο δικό μου αυθύπαρκτο εσωτερικό τσαγανό αλλά το χρωστάω και σ’ εκείνους και στον τρόπο που με μεγάλωσαν –να έχω παρρησία– άσχετα που τελικά τα σκάτωσαν και μου έκαναν πόλεμο νεύρων για χρόνια μέχρι να με αποδεχτούν.
Όταν λοιπόν κοιτάζουμε τα επιτεύγματα των άλλων και συγκρίνουμε τι έχουμε καταφέρει εμείς, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε αν αγωνιζόμαστε στο ίδιο κουλουάρ, δηλαδή αν είχαμε παρόμοια εφόδια και εμπόδια στην πορεία μας. Λόγου χάρη, μια θρήσκα οικογένεια μπορεί να χαντακώσει τη ζωή ενός παιδιού σε τραγικό βαθμό. Εγώ μεγάλωσα σε μια άθεη οικογένεια, οπότε δεν χρειάστηκε ποτέ να ξεπεράσω τον γελοίο τρόμο ότι αμαρτάνω και θα πάω στην Κόλαση επειδή ερωτεύομαι άντρες, ένας τρόμος που για τους ένθεους είναι πιο ρεαλιστικός από το να πάθουν τροχαίο. Γνωρίζω ανθρώπους που χρειάστηκε να πολεμήσουν για δεκαετίες με τη θρησκευτική πίστη που τους φόρτωσαν οι γονείς τους, μέχρι ν’ απεγκλωβιστούν και να κατορθώσουν να χαρούν το σώμα τους και τη ζωή τους. Εγώ δεν είχα να υπερπηδήσω αυτό το εμπόδιο κι αυτό είναι ένα προνόμιο που δεν είναι άμεσα ορατό, όταν κάποιος συγκρίνεται μαζί μου και υποτιμά τη δική του πορεία.
Παρομοίως, αν μεγαλώσαμε σε μια οικογένεια όπου οι γονείς άλλαζαν κανάλι όποτε έπεφτε μπαλαμούτιασμα σε ταινίες, έκλειναν την πόρτα της τουαλέτας όταν κατουρούσαν, κανείς ποτέ δεν κυκλοφορούσε γυμνός στο σπίτι γιατί «δεν είναι πρέπον», ποτέ δεν μας μίλησαν για το σεξ ή έστω για το σώμα μας, ποτέ δεν είδαμε τους γονείς μας να χαίρονται το σώμα τους και τη δική τους σεξουαλικότητα, ε πώς σκατά εμείς από μόνοι μας αργότερα να νιώσουμε άνετα με το σώμα μας και τις καύλες μας; Πώς να σεβαστούμε την ερωτική επιθυμία μας και να διεκδικήσουμε το παραμικρό, έχοντας εμποδιστεί ήδη από τα μικράτα μας σ’ αυτόν τον τομέα;
Τέλος, άλλο ένα αόρατο αλλά εξαιρετικά σημαντικό προνόμιο που επηρεάζει καταλυτικά την πορεία όλων μας, ασχέτως σεξουαλικού προσανατολισμού, είναι το πόση συναισθηματική στοργή, αποδοχή και σεβασμό πήραμε από τους γονείς μας (έστω απ’ τον έναν, έστω από κάποιον άλλον κοντινό ενήλικα). Η παρουσία ή απουσία αυτού του βιώματος αποκαλύπτει πολλά περισσότερα για το πόσο θα πετύχουμε ή θ’ αποτύχουμε στη ζωή μας παρά οποιαδήποτε ανυπόστατη εσωτερική δύναμη, γενναιότητα ή τσαγανό.