
«Είμαι μόνος μου τώρα. Εννοώ όχι σε σχέση».
«Ντάξει, τώρα που σε χώρισε θα χαρείς την ελευθερία σου».
Τι λέξεις έχουμε στα ελληνικά για να περιγράφουμε την κατάσταση εντός ή εκτός συντροφικής σχέσης; Αν δεν το εξηγήσουμε περιφραστικά («δεν έχω σχέση», «χωρίς κάποια/ον στη ζωή μου), μονολεκτικά διαθέτουμε μόνο τα «ελεύθερος/η», «μόνος/η» και «αδέσμευτος/η», καθώς το «εργένης/εργένισσα» έχει περιπέσει σε πλήρη αχρηστία και το «σινγκλ» παραμένει ξένο σώμα στη γλώσσα. Για όταν είμαστε σε σχέση έχουμε τα «σε δεσμό», «σε σχέση», «είμαι με κάποιον/α», «τα έχω» και μονολεκτικά μόνο το «δεσμευμένη/ος» και το αργκό «πιασμένη/ος». Πώς επιδρούν στον ψυχισμό μας, στα συναισθήματά μας και στην αντίληψη της ζωής μας αυτές οι λέξεις; Σε αυτό το άρθρο ισχυρίζομαι πως η ελληνική γλώσσα μάς βλάπτει χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι.
Οι λέξεις ποτέ δεν είναι μόνο περιγραφικές· το πώς ονοματίζουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλλει είναι μια διαδικασία που όχι μόνο την ταξινομεί αλλά και την εννοιολογεί. Έχουν γίνει αρκετές μελέτες στη κοινωνιογλωσσολογία, που εξετάζουν πώς η γλώσσα επηρεάζει τις ψυχικές αντιδράσεις των ομιλητών της αλλά και την αντίληψη της πραγματικότητας. Λόγου χάρη, οι ομιλητές γλωσσών στις οποίες χρησιμοποιούνται τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ως βασική γλωσσική μέθοδος για να συνεννοούνται (π.χ. «έχεις ένα μυρμήγκι στο νοτιανατολικό σου πόδι» ή «το αγόρι νότια της Μαίρης είναι ο αδερφός μου» (όπως στη γλώσσα Guugu Yimithirr της Αυστραλίας, η οποία δεν διαθέτει λέξεις για το «αριστερά» και «δεξιά», [Majid et al, 2004), έχουν πολύ καλύτερη χωροταξική αντίληψη και αίσθηση προσανατολισμού σε σύγκριση με ομιλήτριες γλωσσών που δεν τα χρησιμοποιούν, π.χ. ελληνικά, όπου όταν η καλή κυρία στο GPS μου λέει να κατευθυνθώ «βορειοδυτικά» δεν έχω ιδέα τι εννοεί, αφού στην καθομιλουμένη ελληνική πηγαίνουμε πάνω, κάτω, αριστερά, δεξιά και σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούμε τα σημεία του ορίζοντα για να προσανατολιστούμε ή να δώσουμε οδηγίες. (Πείραμα: μπορείτε να πείτε προς ποιο σημείο του ορίζοντα κοιτάτε αυτή τη στιγμή; Ένα παιδάκι 5 χρονών της αυστραλιανής φυλής Kuuk Thaayorre θ’ απαντούσε μέσα σε δευτερόλεπτα χωρίς δισταγμό, ακόμα και σε εσωτερικό χώρο).
Παρομοίως, αν οι λέξεις που διαθέτει η γλώσσα μας για τα χρώματα δεν κάνουν διάκριση μεταξύ μπλε και πράσινου (π.χ. Κορεάτικα, Ιαπωνικά) τότε αυτά τα δύο χρώματα δεν τα διακρίνουμε ως ξεχωριστά χρώματα παρά μόνο ως αποχρώσεις. Φερειπείν, στην Ιαπωνία υπάρχουν και μπλε φανάρια (αντί για πράσινα) γιατί αυτά τα δύο χρώματα θεωρούνται σχεδόν το ίδιο, οπότε το ένα μπορεί να μπει στη θέση του άλλου. Αντιθέτως, στα ρώσικα, όπου το θαλασσί και το μπλε είναι δύο ξεχωριστά χρώματα (και όχι αποχρώσεις), οι ρωσόφωνοι τα διακρίνουν ευκολότερα και γρηγορότερα από π.χ. τους αγγλόφωνους (Winawer, Witthoft, Frank, Wu, Wade & Boroditsky, 2006).
«Εκτενείς μελέτες δείχνουν ότι οι μεταφορές που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν πολλές σύνθετες έννοιες διαμορφώνουν το πώς οι άνθρωποι τις αντιλαμβάνονται» (Hendricks, Demjén, Semino & Boroditsky, 2019). Οι μεταφορές δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία της γλώσσας, αλλά διαμορφώνουν τη σκέψη και το βίωμά μας. Λόγου χάρη, όταν περιγράφουμε μεταφορικά τον καρκίνο ως «εχθρό σε μια μάχη» οι καρκινοπαθείς δείχνουν μικρότερη προθυμία να ξεκινήσουν προσπάθειες πρόληψης και αυτοπεριορισμού (π.χ. να τρώνε λιγότερο κόκκινο κρέας, να περιορίσουν το κάπνισμα), ή ν’ αποδεχτούν την κατάστασή τους. Ο λόγος για αυτό είναι επειδή οι πολεμοχαρείς μεταφορές για τον καρκίνο (που είναι και οι πιο διαδεδομένες παγκοσμίως) εννοιολογούν την αντιμετώπιση της νόσου ως μάχη, δηλαδή κάτι που ή κερδίζεται ή χάνεται (στα ελληνικά λέμε συχνότατα «έχασε τη μάχη με τον καρκίνο»). Αυτή η γλωσσική μεταφορά δίνει έμφαση στο ότι μια καρκινοπαθής μπορεί να «κερδίσει» «αν προσπαθήσει σκληρά, δηλαδή ένα μήνυμα που αγνοεί τις πιο κοινωνικές και συναισθηματικές πτυχές της ίασης» (Reisfield & Wilson, 2004, στο Hendricks, Demjén, Semino & Boroditsky, 2019). Η μάχη, μια εξόχως αρσενική σφαίρα, δίνει έμφαση στην επίθεση, όχι στην άμυνα, ενώ η αντιμετώπιση του καρκίνου απαιτεί συχνά δράσεις που έχουν αμυντικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, όταν η αντιμετώπιση του καρκίνου περιγράφεται μεταφορικά ως «ταξίδι» (η επόμενη πιο συχνή μεταφορά, τουλάχιστον στην αγγλική γλώσσα, [Demmen et al., 2015· Semino et al., 2017, 2018, στο Hendricks, Demjén, Semino & Boroditsky, 2019]), «δίνεται έμφαση στη συνολικότερη διαδικασία, αφού η ίδια η ζωή συχνά παρομοιάζεται με ταξίδι» (Lakoff & Johnson, 1980· Reisfield & Wilson, 2004, ό.π.). Σ’ ένα ταξίδι δεν υπάρχουν ούτε νίκες ούτε ήττες κι έτσι το βίωμα του καρκίνου μπορεί να «είναι απλά μέρος ενός συνολικότερου αφηγήματος» (Harrington, 2012, στο Hendricks, Demjén, Semino, & Boroditsky, 2018).
Από μια άλλη μελέτη προκύπτει πως μια μεταφορά μπορεί να μας αλλάξει τον τρόπο που αποδίδουμε ευθύνες: όταν μια εταιρεία κήρυξε πτώχευση κι αυτό το γεγονός περιγράφηκε μεταφορικά ως «τροχαίο ατύχημα» οι συμμετέχοντες στο πείραμα απέδωσαν μεγαλύτερη ευθύνη στον CEO της εταιρείας σε σύγκριση με όταν δεν έγινε καμία μεταφορική περιγραφή (Thibodeau, Hendricks & Boroditsky, 2017).
Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η έρευνα που κατέδειξε ότι αν περιγράφουμε μεταφορικά τη συντροφική σχέση ως «ένωση δυο ψυχών» («είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον», «είναι το άλλο μου μισό») όταν στη σχέση προκύπτουν συγκρούσεις, οι σύντροφοι είναι πιθανότερο ν’ αξιολογήσουν τη σχέση τους ως πιο προβληματική σε σύγκριση με όταν η σχέση περιγράφεται ως «ταξίδι», καθώς σε ένα ταξίδι περιμένουμε να υπάρξουν εμπόδια και αναποδιές και άρα δεν εκλαμβάνουμε τις συγκρούσεις ως ακύρωση της σχέσης (Lee & Schwarz, 2014).
Γλωσσικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν πώς αντιλαμβανόμαστε κάποιες έννοιες. Λόγου χάρη, στα ισπανικά και τα ελληνικά, υπολογίζουμε τον χρόνο σε όγκο (μεγάλο/μικρό διάστημα), σε αντίθεση με τα αγγλικά και τα δανέζικα που τον υπολογίζουν σε έκταση (βραχύ/μακρύ διάστημα). Έρευνες έχουν δείξει πως όταν ζητείται από αγγλόφωνους να υπολογίσουν μια χρονική διάρκεια, είναι πιθανότερο να μπερδευτούν όταν παρουσιάζονται πληροφορίες απόστασης και έτσι να υπολογίσουν ότι μια γραμμή μεγαλύτερου μήκους παραμένει στην οθόνη μεγαλύτερο χρονικό διάστημα· αντιθέτως, οι ελληνόφωνοι είναι πιθανότερο να μπερδευτούν σε αυτόν τον υπολογισμό όταν παρουσιάζονται πληροφορίες όγκου, δηλαδή όταν ένα δοχείο που είναι πιο γεμάτο παραμένει περισσότερο χρόνο στην οθόνη (Casasanto et al.,, 2004, στο Boroditsky, 2009). Παρομοίως, το γραμματικό γένος των λέξεων επηρεάζει την αντίληψη που έχουμε για κάποια πράγματα· π.χ. επειδή η λέξη «κλειδί» είναι αρσενική στα γερμανικά, οι γερμανόφωνοι είναι πιθανότερο να την περιγράψουν ως «σκληρό», «βαρύ», «μεταλλικό», «χρήσιμο», «κοφτερό», ενώ οι ισπανόφωνοι, που έχουν θηλυκό γένος για το κλειδί, είναι πιθανότερο να την περιγράψουν με επίθετα όπως «μικρό», «χαριτωμένο», «λαμπερό», «περίτεχνο» (Boroditsky, Schmidt & Phillips, 2003 στο Spivey, Joanisse & McRae, 2012).
Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε αδιαμφισβήτητα μας επηρεάζουν. Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει με τις λέξεις που μας παρέχει η ελληνική για το εντός/εκτός σχέσης. Χωρίς σύντροφο αυτοπροσδιοριζόμαστε ως «ελεύθερος/η» ή «μόνη/ος μας». Τι συναισθηματική φόρτιση προκαλούν αυτές οι λέξεις; Ποιες είναι οι πολιτισμικές και συναισθηματικές συνδηλώσεις τους; (συνδήλωση σημαίνει τη συναισθηματική διέγερση που προκαλείται από τη χρήση μιας λέξης ή φράσης ή άλλες δευτερεύουσες σημασίες που ανακύπτουν από την εκφορά ή χρήση της).
Η ελευθερία κωδικοποιείται σε όλες μας θετικά· ποιος δεν θέλει να είναι ελεύθερος, ν’ απολαμβάνει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας στην καθημερινότητά του; Είναι, λοιπόν, μια λέξη με αποκλειστικά θετική συναισθηματική φόρτιση: θέλουμε να νιώθουμε ελεύθερες/οι! Αντιθέτως, η λέξη «μόνος/η» έχει εξόχως αρνητικές συνδηλώσεις, καθώς παραπέμπει άμεσα στη μοναξιά, δηλαδή στην αναγκαστική, μη επιλεγμένη έλλειψη συντροφιάς. Η συγκεκριμένη σημασία της λέξης είναι η πρώτη που δίνει το λεξικό («αυτόν που είναι ένας, που είναι χωρίς τη συντροφιά άλλων· μοναχός») και η χρήση της είναι εξαιρετική συχνή (π.χ. νιώθω πολύ μόνη!).
Η σημασία της λέξης «μόνος/η» ως «ασυντρόφευτος/η» δεν λεξικογραφείται σε κανένα από τα λεξικά της ελληνικής (γεγονός που δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς η λεξικογράφηση της ελληνικής είναι μια πονεμένη, αντιεπιστημονική ιστορία). Παρ’ όλ’ αυτά, σχεδόν πάντα οι ελληνόφωνοι καταλαβαίνουμε καλά από το συγκείμενο ότι η ερώτηση «είσαι μόνος;» δεν σημαίνει «νιώθεις μοναξιά;» αλλά «είσαι χωρίς σχέση;». Επειδή, όμως, η κύρια σημασία της λέξης είναι «μοναξιά», συχνά στον λόγο μας αναγκαζόμαστε να διευκρινίσουμε ότι είμαστε μόνοι μας με την έννοια της έλλειψης συντρόφου, όχι της μοναξιάς, όπως στο πραγματικό παράδειγμα που παραθέτω στην αρχή του άρθρου.
Και τι πειράζει; Θεωρώ ότι πειράζει πολύ και μάλιστα, με τρόπο που μας βλάπτει χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Όταν η ζωή χωρίς σύντροφο είναι γλωσσικά συνώνυμη με τη μοναξιά είναι πιθανότερο να τη βιώνουμε με μοναξιά. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε δεν περιγράφουν αυτό που αισθανόμαστε αλλά διαμορφώνουν αυτό που αισθανόμαστε. Όταν χρησιμοποιούμε λέξεις με αρνητικές συνδηλώσεις (π.χ. δυστυχία, μοναξιά) αυτοί οι όροι δεν αποτελούν μόνο αφηρημένα σύμβολα αλλά προξενούν μετρήσιμες αντιδράσεις σε περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται τα συναισθήματά μας (Kousta & Vigliocco & Vinson & Andrews & Campo, 2010).
Ταυτόχρονα, ταυτίζουμε το «δεν είμαι σε σχέση» με την ελευθερία, μια ιδιαίτερα θετική έννοια. Αυτό οδηγεί σε μια προβληματική εννοιολόγηση και βίωση της σχέσης· το να βρισκόμαστε σε σχέση στα ελληνικά ταυτίζεται με την ανελευθερία: ο ερωτικός δεσμός παραπέμπει γλωσσικά στα δεσμά, δημιουργεί μέσα μας μια αίσθηση περιορισμού κινήσεων, στενότητας, έως και ασφυξίας. Μπαίνοντας σε σχέση είναι σαν να χάνουμε την ελευθερία μας – πόσο μάλλον σ’ έναν γάμο, όπου υποδουλωνόμαστε στα «δεσμά του γάμου». Ακόμη και η λέξη «σύζυγος» σημαίνει ότι βρισκόμαστε δεμένοι κάτω από τον ίδιο ζυγό.
Όλες αυτές οι λέξεις δημιουργούν ένα γλωσσικό αλλά και συναισθηματικό δίπολο: ελεύθερος αλλά με μοναξιά έναντι σε σχέση αλλά με δεσμά. Ανακαλώ το σάστισμα που ένιωσα όταν μετά από έναν μη ηθελημένο χωρισμό, ένας γνωστός μου προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντάς μου «τώρα που χώρισες θα μπορείς να χαρείς την ελευθερία σου». Τον είχα κοιτάξει με απορία, γιατί δεν καταλάβαινα σε ποια ελευθερία αναφερόταν· δεν είχα στερηθεί καμία ελευθερία όντας σε σχέση για να την ξαναβρώ χωρίζοντας. Κατανοώ, ωστόσο, ότι για πολλούς ανθρώπους η κατάσταση «είμαι σε σχέση» ταυτίζεται με την αίσθηση «έχω χάσει την ελευθερία μου». Θεωρώ ότι αυτή η διαστρέβλωση οφείλεται, εν μέρει, στο άσχημο παιχνίδι που μας παίζει η γλώσσα μας.
Ευτυχώς, η λέξη «σχέση» είναι ουδέτερη έως και θετική. Ωστόσο, η ελληνική δεν διαθέτει μία μόνο λέξη χωρίς αρνητική χροιά για την κατάσταση του να είμαστε σε σχέση (π.χ. partnered). Αντιθέτως, στα αγγλικά η λέξη single δεν παραπέμπει καθόλου στη μοναξιά – απλώς σημαίνει ότι δεν βρίσκομαι σε ερωτική σχέση, μια κατάσταση που μπορεί να φέρνει μοναξιά, μπορεί και όχι. Ίσως αυτός είναι ένας λόγος που σε κάποιες γλώσσες η αγγλική λέξη έχει ενταχθεί στον κορμό της γλώσσας, π.χ. δανέζικα, τα γερμανικά, τα κυπριακά (han er stadig single, er ist immer noch Single, εν ακόμα σίνγκολ).
Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε δεν περιγράφουν αυτό που αισθανόμαστε αλλά διαμορφώνουν αυτό που αισθανόμαστε. Όπως έγραψε ο Τέρρυ Πράτσετ, «νομίζουμε ότι οι ιστορίες διαμορφώνονται από τους ανθρώπους, αλλά στην πράξη ισχύει το αντίθετο». Ίσως είναι χρήσιμο να εισαγάγουμε κι εμείς τη λέξη σινγκλ, να αναστήσουμε το σεσημασμένο «εργένης/εργένισσα», ή να φτιάξουμε μια νέα για να περιγράφουμε τις περιόδους που είμαστε εκτός σχέσης, ώστε να μπορούμε να τις βιώνουμε χωρίς να μας επιβάλλεται με το ζόρι μια μοναξιά που στο κάτω κάτω μπορεί και να μην αισθανόμαστε.
Βιβλιογραφία
- Boroditsky, Lera. (2009) How does our language shape the way we think? https://www.edge.org/conversation/how-does-our-language-shape-the-way-we-think
- Harrington, K. J. (2012). The use of metaphor in discourse about cancer: A review of the literature. Clinical Journal of Oncology Nursing, 16(4), 408–412.
- Hendricks, R. K., Demjén, Z., Semino, E., & Boroditsky, L. (2018). Emotional Implications of Metaphor: Consequences of Metaphor Framing for Mindset about Cancer. Metaphor and Symbol, 33(4), 267–279.
- Kousta, Stavroula-Thaleia & Vigliocco, Gabriella & Vinson, David & Andrews, Mark & Campo, Elena. (2010). The Representation of Abstract Words: Why Emotion Matters. Journal of experimental psychology. General. 140. 14-34. 10.1037/a0021446.
- Lee, Spike & Schwarz, Norbert. (2014). Framing love: When it hurts to think we were made for each other. Journal of Experimental Social Psychology. 54. 10.1016/j.jesp.2014.04.007.
- Majid, A., Bowerman, M., Kita, S., Haun, DBM, & Levinson, S. C. (2004). Can language restructure cognition? The case for space. Trends in Cognitive Sciences, 8, 108–14.
- Red Espuni. (2024). Why does Japan have blue traffic lights? https://espunisinjapan.com/en/curiosities/did-you-know/why-does-japan-have-blue-traffic-lights/
- Sontag, Susan. (1978). Illness as Metaphor. New York: Farrar, Straus and Giroux.
- Spivey, Michael J., Marc Joanisse, and Ken McRae. (2012). The Cambridge Handbook of Psycholinguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Thibodeau, P. H., Hendricks, R. K., & Boroditsky, L. (2017). How Linguistic Metaphor Scaffolds Reasoning. Trends in cognitive sciences, 21(11), 852–863.
- Winawer, J., Witthoft, N., Frank, M. C., Wu, L., Wade, A. R., & Boroditsky, L. (2007). Russian blues reveal effects of language on color discrimination. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America, 104(19), 7780–7785.
- https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B4%CE%AE%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7