Skip to main content

Το Πλαθολόγιο είναι ένα βιβλίο με λέξεις που δεν υπάρχουν αλλά επινοήθηκαν για να περιγράψουν υπαρκτές καταστάσεις, αντικείμενα και βιώματα.

Είναι το πρώτο μου βιβλίο. Κυκλοφόρησε το 2000 και τα επόμενα χρόνια έκανε τέσσερις ανανεωμένες επανεκδόσεις με πολλά νέα λήμματα.

Για πολύ καιρό πίστευα ότι έμπνευση για αυτό το βιβλίο ήταν το The Meaning of Liff, του αγαπημένου μου συγγραφέα Douglas Adams. Δύο χρόνια, όμως, αφού το έγραψα, βρήκα στο πατάρι του πατρικού μου χαρτιά και ημερολόγια από την παιδική μου ηλικία και ανακάλυψα ότι ήδη από τα δώδεκά μου έπλαθα λέξεις: ιδού, λοιπόν, οι απαρχές του Πλαθολογίου και κάποιες λέξεις που είχα πλάσει στα μικράτα μου:

Ήμιλα: η πράξη του να κάνεις κάτι από πείσμα και μετά να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο γι’ αυτό.

Ημικαρία: το να βρίσκεσαι στην απαίσια κατάσταση να μην ξέρεις καλά το μάθημα και ν’ αναρωτιέσαι αν αυτό που σκέφτεσαι είναι η σωστή απάντηση σε μια ερώτηση.

Συνικαρία: το ν’ αποφασίζεις στα κουτουρού ν’ απαντήσεις και να λες μια μπούρδα όλη δική σου.

Σαοριτισμός: η γελοία πράξη του να σπαταλάς τον καιρό που θα ’πρεπε να διαβάζεις άλγεβρα φτιάχνοντας λέξεις.

 

Αποσπάσματα

απλυτήρι, το
Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό· αν είναι πάνω από ένα τότε λέγονται σκέτο άπλυτα ποτήρια.

χανασφαλίζω, ρ. μετβ.
Φυλάω κάτι που ήταν σε πρόχειρο σημείο σε κάποιο πιο ασφαλές μέρος για να μην το χάσω και μετά ξεχνάω πού το έχω φυλάξει, οπότε εύχομαι να το είχα αφήσει μες στα πόδια μου. «Μωρέ Δημήτρη, είδες που έβαλα το διαβατήριό μου;» – «Δεν είναι πάνω στην τηλεόραση;» – «Ήταν αλλά το χανασφάλισα». – «Ας πρόσεχες.»

χαιρουλομάχαιρα, τα
Πλαστικές σακούλες με χερούλια από σκληρό πλαστικό, ειδικά κατασκευασμένο να σου κόβει τα χέρια όπως κι αν προσπαθήσεις να τις πιάσεις. Οι σακούλες αυτές είναι συνήθως μεγάλου μεγέθους ώστε να βάζεις πολλά και βαριά πράγματα και έτσι να διευκολύνεται η κατακρεούργηση του χεριού σου. «Αχ, μόνο χαιρουλομάχαιρα έχετε; Αφήστε, θα το πάρω αγκαλιά.»

υδρολέφωνο, το
Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά ακριβώς δύο λεπτά αφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδρολέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και κινδυνεύεις από πνευμονία.

αποκοιμήτινγκ, το
Όταν βρίσκεσαι σε μήτινγκ στη δουλειά και νυστάζεις τόσο μα τόσο φρικαλέα που σκέφτεσαι στα σοβαρά αν πραγματικά χρειάζεσαι αυτή τη θέση εργασίας ή αν θα ήταν εντάξει να σε απολύσουν, αρκεί να κλείσεις λίγο τα ματάκια σου.

ταβλαριέμαι, ρ. αμετβ.
Η απώλεια του ενδιαφέροντος σου για ένα παιχνίδι ταβλιού όταν σου καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι χάνεις.

σοκολησυχώ, ρ. αμετβ
Το άγχος να διαλέξω το πιο νόστιμο σοκολατάκι από ποικιλία και να μην πέσω σε αυτό που δεν μ’ αρέσει. Επίσης το άγχος από την προσπάθεια να αντιστοιχίσω τα σοκολατάκια με τις εικόνες που δείχνει η συσκευασία προκειμένου να αναγνωρίσω τι είναι το καθένα και να μην πέσω σε αυτό με το λικέρ ή τη μόκα. Κατ’ επέκταση: το άγχος να διαλέξω το πιο όμορφο παιδί να ψωνιστώ σε μπαρ. «Τι σοκολησυχείς; Είναι νωρίς ακόμη.»

σκιανούμαι, ρ. μετβ:
Μετατοπίζομαι λίγα εκατοστά τη φορά μαζί με την ψάθα, την πετσέτα, το καπέλο και άλλα συμπράγκαλα, ακολουθώντας τη σκιά της ομπρέλας καθώς εκείνη μετακινείται. Η Ελίζα έκλεισε το βιβλίο της και σκιανήθηκε μισό μέτρο, παρακαλώντας τη φίλη της να σκιανηθεί και αυτή για να της κάνει χώρο.

πωλητεύω, ρ. μετβ.
Εσφαλμένα θεωρώ πελάτη καταστήματος ως πωλητή, οπότε τον ρωτάω πού είναι η μαγιονέζα ή πόσο κάνει το μπλε κηροπήγιο κι εκείνος αγριοκοιτώντας με μου λέει ότι δεν δουλεύει εδώ. «Αχ συγγνώμη, σας πωλήτευσα!»

πετόχυνος, ο
Ο άντρας που όταν εκσπερματώνει εκτινάσσει το σπέρμα του σε υπερβολικά μεγάλη απόσταση βγάζοντας μάτια, λερώνοντας τον τοίχο, το κάδρο απέναντι κ.ά.

ξεπεριστρέβω, ρ. μετβ.
Κυριεύομαι από δολοφονικές τάσεις προς τους ιπτάμενους αρουραίους (κοινώς περιστέρια), τα οποία σε τρυφερή ηλικία εγγράφονται σε ειδικά, ταχύρυθμα τμήματα κουτσουλίσματος φρεσκοαπλωμένων μπουγάδων.

κοινολάκι, το
Οι κυλόττες και τα σλιπάκια που δεν θεωρείς τόσο σέξι όσο τα άλλα που έχεις. Τα κοινολάκια τα φοράς στη δουλειά ή όπου αλλού κρίνεις ότι δεν πρόκειται να τα χαρεί κανείς. Με φρίκη η Κική διαπίστωσε ότι όλα τα καλά της κυλοτάκια ήταν για πλύσιμο και θ’ αναγκαζόταν να φορέσει κοινολάκι στο ραντεβού της με τον ενδιαφέροντα τύπο που γνώρισε προχθές.

δυσφυταπιστώ, ρ. αμετβ.
Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

βοθροδοξία, η
Σημαντικό τμήμα της εκκλησίας, το οποίο ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το τι κάνει ο κόσμος με το πουλί του (και με τα πουλιά των άλλων) και με την υπό όρους παροχή βοήθειας και τη μανιακή πεποίθηση ότι μόνο οι βοθρόδοξοι κατέχουν τα κλειδιά για την πόρτα ασφαλείας του παραδείσου, αφού ο Θεός τούς έχει δώσει αποκλειστικό πληρεξούσιο. Κατά κύριο λόγο απειλούν τους μη πιστούς, δηλαδή τους μη αρκούντως διαπιστευμένους φανατικούς βοθροδόξους, ότι θα πάνε στην κόλαση, ενίοτε δε δίνοντάς τους και μια γεύση του Σατανά με τη δική τους συμπεριφορά. Δυστυχώς, αγνοούν ότι η απειλή της κόλασης είναι άνευ νοήματος για όσους έχουν ζήσει μποτιλιάρισμα στη Σόλωνος όταν κλείνει το Σύνταγμα.

γαμωλατάκι, το
Ο εκνευρισμός όταν πας ν’ ανοίξεις ένα γαλατάκι του καφέ και σου σκίζεται το τσουτσουνάκι που εξέχει, οπότε είναι ανθρωπίνως αδύνατο να ανοίξεις τη συσκευασία χωρίς να σου χυθεί το γάλα παντού εκτός από μέσα στον καφέ σου.