Θέλω ο δικός μας έρωτάς να κρατήσει για πάντα! Κι αν η ευχή μας βγει αληθινή; Είναι σίγουρα για καλό;
Πόσες και πόσοι έχουμε υποφέρει στα αναξιόπιστα χέρια του έρωτα, που τη μία σε κρατάνε και υπόσχονται να σε κρατήσουν για πάντα και την επομένη σ’ αφήνουν να σκάσεις κάτω σαν καρπούζι; Τι θα συνέβαινε αν ο έρωτας κρατούσε για πάντα; Ένα δυστοπικό μυθιστόρημα για τη μεγαλύτερη ευχή μας.
Η Έλενα Πέτρου είναι 33 χρονών και έχει περάσει περισσότερες ερωτικές απογοητεύσεις και δράματα απ’ όσα θέλει να θυμάται. Αποφασίζει λοιπόν να αντιμετωπίσει τον έρωτα και τον πόνο που προκαλεί με πιο επιστημονικό τρόπο: ως μοριακή βιολόγος που είναι, ψάχνει να βρει τρόπο να κάνει τον έρωτα να κρατήσει για πάντα. Για πάντα πάντα! Ο Όε αγωνιά μήπως ο έρωτάς του για τον Φρέδερικ ξεφτίσει μετά από 17 χρόνια συμβίωσης.
Το βιβλίο αυτό το ξεκίνησα όταν χώρισα μετά από 12 χρόνια σχέσης. Βγήκα από εκείνη τη σχέση τρομοκρατημένος ότι δεν θα ξαναερωτευόμουν και θα ξαναζούσα μια τόσο ποιοτική σχέση. Διαψεύστηκα, βέβαια, καθώς μετά από ενάμιση χρόνο ο έρωτας ξαναχτύπησε την πόρτα μου και μάλιστα πανηγυρικά. Η ειρωνεία είναι ότι αυτή η δεύτερη σχέση έληξε (ερήμην μου) λίγες βδομάδες πριν εκδοθεί το βιβλίο. Σήμερα, 12 χρόνια μετά από την έκδοση του βιβλίου βρίσκομαι σε μια σχέση 9 ετών και πολύ ευτυχισμένος και ευγνώμων που οι προηγούμενοι έρωτές μου δεν κράτησαν για πάντα – αλλιώς θα είχα στερηθεί την απέραντη ομορφιά της τωρινής μου σχέσης.
Το Love Forever – Ωχ! κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί τον Μάιο 2010.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Θες να είσαι ηλίθια;»
«Όχι πες μου, θες να είσαι ηλίθια;»
Η Έλενα είχε το γουρλωμένο βλέμμα που παίρνουν τα παιδιά όταν φοβούνται ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να κάνουν κάποιο φριχτό λάθος. Καταλάβαινε ότι η ερώτηση ήταν παγίδα· η απάντηση παραήταν απλή για να είναι σωστή. Ξεροκατάπιε. Χαμήλωσε τα μάτια.
«Γιατί δεν απαντάς;» επέμεινε ο Πατ.
Καθόλου απάντηση ήταν χειρότερο από λάθος απάντηση. Από βαθιά στο λαρύγγι της βγήκε η σκιά μιας λέξης.
«Ό-οχι».
«Άρα τι θα κάνεις;»
Η Έλενα χαμήλωσε κι άλλο το κεφάλι. Θυμήθηκε.
«Θέλω να το σκεφτώ», δήλωσε στον πατέρα της, που περίμενε την οχτάχρονη κόρη του ν’ απαντήσει στο ερώτημα τι θα κάνει με την κούκλα με το αστραφτερό, χρυσό, βραδινό φόρεμα, τα μακριά, κατάξανθα μαλλιά και το αψεγάδιαστο πρόσωπο παγωμένο σε μια έκφραση ξεγνοιασιάς και ικανοποίησης, η οποία στεκόταν ακόμη μέσα στο κουτί της, ανέμελη στη σιγουριά της ότι είναι ακαταμάχητη ως δώρο, ως επιθυμία, ως παιχνίδι, ως προορισμός, ως όλα όσα έχει να προσφέρει η ζωή.
Ήταν έξυπνη απάντηση αλλά δεν κρατούσε πολύ. Γρήγορα έπρεπε ν’ αντικατασταθεί από μια κανονική απάντηση. Η Έλενα έπρεπε στ’ αλήθεια να σκεφτεί. Ήξερε ότι ο πατέρας της στεκόταν από πάνω της και περίμενε. Κι η κούκλα στεκόταν στο πολύχρωμο κουτί της και περίμενε.
Στα οχτώ της χρόνια η Έλενα είχε πια μάθει ποιες απαντήσεις τραβούσαν τα χείλια του πατέρα της προς τα κάτω και δημιουργούσαν ένα κακό βαθούλωμα ανάμεσα στα φρύδια. Συνήθως κατάφερνε ν’ απαντά με τρόπο ώστε ο πατέρας της να ακουμπά επιβραβευτικά το πελώριο χέρι του στο κεφάλι της και να της το χαϊδεύει δυνατά και λίγο άγαρμπα. Ήξερε επίσης ποιες απαντήσεις τον οδηγούσαν να γονατίζει μπροστά της, να την πιάνει από τους ώμους με τις δυο χερούκλες του και κοιτάζοντάς την επίμονα στα μάτια να της εξηγεί ποια είναι η σωστή απάντηση.
Ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε από τα στήθια του οχτάχρονου παιδιού. Τη στιγμή που εμφανίστηκε η θεία της στα γενέθλιά της με το φανταχτερά τυλιγμένο κουτί στο χέρι, η Έλενα ήταν σχεδόν σίγουρη ότι το δώρο θα ήταν από τα απαγορευμένα, αυτά που φέρνουνε συζήτηση. Την ήθελε την κούκλα. Αλλά αν την κρατούσε θα ήταν ηλίθια. Έτσι πήγαινε. Ο μπαμπάς της δεν θα της έλεγε ποτέ: «Μην την κρατάς». Θα της έλεγε: «Κράτα την αν θες. Απλά θα είσαι ηλίθια». Και μετά θα την κοίταζε με σφιγμένα χείλια κι εκείνο το συννεφιασμένο βλέμμα, χωρίς να μιλάει. Κι η κούκλα θα έπαυε να είναι χαρούμενη κι αστραφτερή και θα έβγαζε αγκάθια στα χέρια της, να την τσιμπάει, θυμίζοντας την απογοήτευση του μπαμπά της.
«Όχι, δεν θα την κρατήσω, μπαμπά», είπε η Έλενα σιγανά, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Γιατί όμως;»
Είχε ξεχάσει ότι έχει και γιατί. Ότι και οι σωστές απαντήσεις έχουν πάντα γιατί. Αλλιώς μπορεί να είναι οι σωστές στην τύχη. Κι αυτό δεν κάνει.
«Γιατί αν την κρατήσω θα είμαι ηλίθια», είπε κουρασμένα η μικρή.
«Ναι, αλλά γιατί θα είσαι ηλίθια;»
«Γιατί αυτή η κούκλα με μαθαίνει να ζω μ’ ένα τρόπο που δεν είναι καλός. Με μαθαίνει να ’μαι χαζή και να νοιάζομαι μόνο για την ομορφιά».
«Την εξωτερική ομορφιά», πρόσθεσε ο πατέρας της.
«Την εξωτερική ομορφιά», επανέλαβε το κορίτσι λόγια που είχε ακούσει πολλές φορές.
«Ενώ…;» την προέτρεψε ο πατέρας της.
«Ενώωω… ενώ πρέπει να νοιάζομαι για την εσωτερική μου ομορφιά, να είμαι έξυπνη όχι μόνο όμορφη και χαζή. Αν είμαι χαζή, οι άλλοι θα με κάνουν ό,τι θέλουνε», πρόσθεσε λόγια που ήξερε ότι θα ικανοποιούσαν τον πατέρα της. Την επόμενη στιγμή ένιωσε το χέρι του να της χαϊδεύει δυνατά το κεφάλι.
«Δεν θέλω να σε πιέσω, Έλενα», είπε ο πατέρας της χαμογελώντας. «Είσαι ελεύθερη να διαλέγεις ό,τι θέλεις. Απλώς θέλω να ξέρεις τις συνέπειες των επιλογών σου».
Το κορίτσι έγνεψε, χαρούμενο που είχε την επιβράβευση του μπαμπά της, λυπημένο που την πέτυχε θυσιάζοντας ακόμα ένα θέλω της. Με την άκρη του ματιού της, έριξε μια τελευταία ματιά στην κούκλα που εξακολουθούσε να χαμογελάει ανόητα, αδιάφορη για το δράμα που είχε παιχτεί εξαιτίας της.
Η Έλενα ξεφύσηξε βαριά. Είχε ένα τρόπο να αναβλύζει αυτή η ανάμνηση κάθε φορά που περνούσε έξω από κάποιο κατάστημα με παιχνίδια ή έβλεπε διαφημίσεις για κούκλες. Συνήθως την ξαπόστελνε όπως όπως στα έγκατα του υποσυνείδητού της, αλλά τώρα που περνούσε έξω από ένα κατάστημα παιχνιδιών στη Βέστεμπρο Γκέδε έπεσε πάνω σε μια ολόκληρη βιτρίνα, γεμάτη από το πάτωμα ώς το ταβάνι με Μπάρμπι. Παρατεταγμένες στα πολύχρωμα κουτιά τους, η καθεμία μ’ ένα υπέροχο φόρεμα: η Μπάρμπι πριγκίπισσα, η Μπάρμπι Ωραία Κοιμωμένη, η Μπάρμπι Μπαλαρίνα. Τα πόδια της σταμάτησαν από μόνα τους μπροστά σ’ αυτή τη διμοιρία από Μπάρμπι, έμεινε να τις κοιτάζει σαν υπνωτισμένη: δεκάδες κούκλες της ανταπέδιδαν το βλέμμα με την αυταρέσκεια της υπεροχής τους. Μπάρμπι Μοντέλο, Μπάρμπι τραγουδίστρια, Μπάρμπι Μαζορέτα, Μπάρμπι καουμπόισσα.
Μπάρμπι Μοριακή Βιολόγος υπήρχε; Θα ήταν η Έλενα ερευνήτρια-βιολόγος στα τριάντα τρία της αν στα όγδοα γενέθλιά της είχε κρατήσει την κούκλα που της είχε χαρίσει η θεία της; Και καλά ο επαγγελματικός της προσανατολισμός, η υπόλοιπη ζωή της; Πώς θα είχε εξελιχθεί αν είχε κάνει άλλη επιλογή;
Κούνησε το κεφάλι της σαν να προσπαθούσε να σπάσει το αόρατο νήμα που την κρατούσε κολλημένη στην επέλαση των Μπάρμπι. Συνέχισε να περπατά με το συνηθισμένο βιαστικό, αποφασιστικό βήμα της. Οι σκέψεις που γεννήθηκαν, όμως, τη συνόδεψαν μέχρι το σπίτι, λίγα τετράγωνα πιο κάτω.
Έβαζε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματός της, όταν ξαφνικά ένιωσε να κατακλύζεται από ένα τόσο πηγαίο παράπονο που το χέρι της δεν είχε δύναμη ούτε το κλειδί να σφίξει. Η Έλενα έγειρε το κεφάλι της πάνω στην πόρτα κι έκλεισε τα μάτια. Δεν είχε άλλη δύναμη μέσα της. Ήθελε να τα παρατήσει όλα.
Όλη η παιδική ηλικία της ήταν σπαρμένη με νάρκες που είχαν το κωδικό όνομα «Επιλογές». «Οι επιλογές σου θα καθορίσουν τη ζωή σου», τη δασκάλευε ο πατέρας της. Αντί όμως του «καθορίσουν» θα μπορούσε κάλλιστα να λέει «καταστρέψουν», μιας και αυτό που υπονοούσε ήταν: «Κάνε λάθος επιλογές και θα καταστραφείς». Εννοείται ότι λάθος επιλογές ήταν αυτές που θεωρούσε λάθος ο πατέρας της.
Η Έλενα συνήθως δεν ασχολιόταν με τις κοφτερές αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας. Αλλά έρχονταν απρόσκλητες εκεί που δεν το περίμενε. Έμοιαζε ο εγκέφαλός της να έχει κρυφά φωτοκύτταρα που ενεργοποιούνταν με φαινομενικά άσχετα ερεθίσματα και τσαφ! άναβε η οθόνη κι έπαιζε η Ανάμνηση Νο 453. Να, τώρα, πώς της ήρθε εκείνη η φορά που είχε πάει περίπατο στο δάσος της Πάρνηθας με μια φίλη, τότε που ζούσε ακόμα στην Αθήνα. Θυμήθηκε τις δυο τους να στέκονται ψηλά και να κοιτάζουν την Αθήνα ν’ απλώνεται ξεκοιλιασμένη από κάτω τους. Και σαν διεστραμμένες ρώσικες μπαμπούσκες, μέσα σ’ αυτή την ανάμνηση κρυβόταν μια άλλη ανάμνηση. Η Έλενα θυμήθηκε κάτι που είχε ξεχάσει ότι θυμόταν.
Ίσως πριν, ίσως μετά από την Μπάρμπι που δεν βγήκε ποτέ απ’ το κουτί της, έκαναν περίπατο με τον πατέρα της σ’ ένα άλλο δάσος.
«Αν αυτή τη στιγμή που περπατάμε εδώ», είχε ξεκινήσει ο Πατ, «αν πάθω καρδιακή προσβολή και σωριαστώ κάτω, τι θα κάνεις;»
Το οχτάχρονο παιδί ένιωσε το στήθος του να σφίγγεται. Δεν μίλησε.
«Τι θα κάνεις, Έλενα; Πες ότι κάτι μου συμβαίνει και δεν μπορώ να κουνηθώ. Ούτε να σου δώσω συμβουλές», επέμεινε ο πατέρας της.
Το μοναδικό, το ουρλιαχτότερο που ήθελε να κάνει ήταν να βάλει τα κλάματα – μπόλικα, ασυνάρτητα, άσκεφτα κλάματα. Αλλά δεν το έκανε γιατί όταν έκλαιγε, τα χείλια του πατέρα της γίνονταν πολύ λεπτές ίσιες γραμμούλες και την κοιτούσε σαν παγωμένος αέρας.
«Θα πάω να φέρω βοήθεια», είπε τόσο σιγανά που μόνο επειδή βρίσκονταν πάνω στο ήσυχο βουνό ακούστηκαν τα λόγια της.
«Μπράβο. Και πώς θα φέρεις βοήθεια;»
«Θα πάρω το μονοπάτι απ’ όπου ήρθαμε και θα πάω να βρω κάποιο κύριο να του πω ότι… τι έγινε».
«Και πώς θα ξέρεις πού θα με ξαναβρείς;»
«Αφού θα είσαι εδώ!»
«Τα μονοπάτια μοιάζουν όλα ίδια στο δάσος, Έλενα», τη δυσκόλεψε και άλλο ο πατέρας της. Η Έλενα τον κοιτούσε απελπισμένα. Δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Ποτέ δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει στις καταιγιστικές ερωτήσεις του πατέρα της. Μια σκέψη που της ήρθε, να ρίξει ψίχουλα πίσω της σαν τον Χάνσελ και την Γκρέτελ, την απέρριψε γιατί δεν είχε ψίχουλα μαζί της. Κι άλλωστε ούτε τον Χάνσελ και την Γκρέτελ τους βοήθησε αυτό το κόλπο.
«Όπως φεύγεις από εδώ, πρώτον δεν θα τρέξεις. Αν τρέξεις είναι πιο εύκολο να μπερδευτείς και να χαθείς. Δεύτερον, κάθε τόσο θα γυρνάς και θα κοιτάς από πού φεύγεις, για να θυμάσαι τον δρόμο. Τρίτον και σπουδαιότερο, στα σταυροδρόμια θα βάζεις ένα σημάδι, ένα σωρό από πέτρες, δυο-τρία κλαδάκια, κάτι που να σου δείχνει από ποιο μονοπάτι ερχόσουν, για να μπορέσεις να το ξαναβρείς».
Αυτή η δοκιμασία είχε τελειώσει, αλλά στον υπόλοιπο περίπατο η Έλενα δεν έλεγε να αφήσει το χέρι του πατέρα της. Ήταν τρομοκρατημένη. Ο μπαμπάς της μπορούσε να πάθει κάτι. Μπορούσε να την αφήσει μόνη της στο δάσος. Μόνη της. Στο δάσος. Μόνη της. Εκείνο το βράδυ και πολλά βράδια μετά σε όλη της τη ζωή ονειρευόταν ότι περπατούσε ολομόναχη σ’ ένα πυκνό δάσος με πελώρια, μαύρα δέντρα και μάζευε πέτρες και τις απίθωνε με βιάση σε στοίβες, αλλά κάθε φορά που πήγαινε να φέρει άλλες όταν επέστρεφε έβρισκε ότι περισσότερες είχαν εξαφανιστεί. Κι έτρεχε πιο γρήγορα να φέρει πέτρες για να μη σωθεί η στοίβα, γιατί αν δεν έμενε καμιά πέτρα δεν θα ’βρισκε ποτέ τον δρόμο. Το μικρό παιδί αλάφιαζε στον ύπνο του, μέχρι που ξυπνούσε κάθιδρο και τρομοκρατημένο. Πεταγόταν απ’ το κρεβάτι κι έτρεχε στο θεοσκότεινο δάσος του σπιτιού για να χωθεί στο κρεβάτι του μπαμπά της. Ο Πατ την άφηνε να κοιμάται μαζί του, όταν έβλεπε εφιάλτες.
Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν ζούσε έναν εφιάλτη από τον οποίο μπορούσε να ξυπνήσει. Η ασφάλεια της αγκαλιάς του Πατ είχε περάσει την ημερομηνία λήξης της εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή τη στιγμή στεκόταν σαν χαζή έξω από το διαμέρισμά της, με το λάπτοπ της να της κόβει τον ώμο στις 2 η ώρα τα χαράματα, ξεθεωμένη από τη δουλειά, ανίκανη να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της και με χαζές αναμνήσεις να στήνουν νυχτέρι στον παραιτημένο εγκέφαλό της. Δεν είχε δύναμη. Είχε επιλογή;
«Πάντα έχω επιλογή», μονολόγησε. Αν της άφησε μια κληρονομιά ο πατέρας της ήταν αυτή. Ευχή και κατάρα μαζί. Είχε την επιλογή να τα παρατήσει όλα, να αναγνωρίσει το αδιέξοδο της έρευνάς της και να γυρίσει στην Ελλάδα ή να μείνει εδώ και να… Να τι; Αφού η έρευνα πήγαινε σκατά. Αναστέναξε τόσο δυνατά που φοβήθηκε μην την ακούσουν από το διπλανό διαμέρισμα.
Πιέζοντας τον εαυτό της –κάτι που ήξερε να κάνει καλά– ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα στο σκοτεινό διαμέρισμα. Χωρίς ν’ ανάψει φως, παράτησε το λάπτοπ στο χωλάκι, έβγαλε τα παπούτσια της από τη φτέρνα χωρίς να λύσει τα κορδόνια, άφησε το παλτό της στο πάτωμα και τράβηξε ίσια στην εξίσου σκοτεινή κρεβατοκάμαρα. Άναψε το πορτατίφ, ξεντύθηκε άτσαλα κι έπεσε στο κρεβάτι. Έσβησε το φως κι ευχήθηκε να μπορούσε με το πάτημα ενός διακόπτη να μπορούσε να σβήσει και το μυαλό της.
«Τι θα κάνω;» φώναζε το ερώτημα που, μέρες τώρα, ζητούσε επίμονα απάντηση σαν ατάιστο γατί που μπλέκεται συνέχεια στα πόδια σου. Η έρευνα δεν πήγαινε καλά. Το τελευταίο αδιέξοδο σήμαινε τη διακοπή του πειράματός της. Για τρίτη φορά. Ήταν σχεδόν αναμενόμενο ότι θα αποτύχαινε· πολλοί συνάδελφοι στο ινστιτούτο τής είχαν επισημάνει ότι τα πειράματά της ήταν στα όρια της επιστήμης και μόνο μ’ ένα θαύμα θα ευοδώνονταν. Γι’ αυτό και την πρώτη φορά που απέτυχε δεν το έβαλε κάτω. Η αποτυχία ήταν μέσα στο παιχνίδι. Θα δοκίμαζε άλλη οδό. The clever hero finds another path, είχε πει στους συναδέλφους της, αντλώντας όσο θάρρος είχε να της δώσει η ελληνική παροιμία. Κι ειλικρινά δεν το είχε βάλει κάτω. Ας έλεγαν ό,τι ήθελαν οι άλλοι επιστήμονες, η ίδια είχε πίστη σε αυτό που έκανε. Αυτή η πίστη τη στήριξε και τη δεύτερη φορά που, ακολουθώντας διαφορετική ερευνητική μέθοδο, πάλι απέτυχε.
«Ξέρετε πόσες χιλιάδες φορές απέτυχε ο Έντισον μέχρι ν’ ανακαλύψει τη λυχνία πυράκτωσης;» τους έλεγε. «Δεν απέτυχα. Απλώς βρήκα 10.000 τρόπους που δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα», παρέθετε το τσιτάτο του Έντισον και γύριζε στη δουλειά της με ανανεωμένο πείσμα. Βέβαια, ο Έντισον είχε επίσης πει: «Τη μεγαλύτερη απόλαυση και ανταμοιβή την αντλώ από τη δουλειά που προηγείται της κατάστασης που ο κόσμος ονομάζει επιτυχία», αλλά αυτό το τσιτάτο η Έλενα δεν το συμμεριζόταν. Θα έδινε τα πάντα για να πετύχει.
Μήπως τα είχε δώσει ήδη;
Μετά τη χθεσινή –τρίτη– αποτυχία, η πίστη ότι θα τα κατάφερνε είχε κλονιστεί. Δεν είχε ιδέα καν πώς να προχωρήσει. Σήμερα είχε πάει από τις 6 το πρωί στο εργαστήριο του Ινστιτούτου Πάνουμ Ιατρικής Βιοχημείας και Γενετικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης στο Νέαμπρο, όπου ζούσε και εργαζόταν τα τελευταία δύο χρόνια. Πέρασε όλη τη μέρα μέχρι τις δύο τη νύχτα ελέγχοντας τα στοιχεία των πειραμάτων της, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ν’ ανακαλύψει κάποιο λάθος, κάποια παράλειψη, κάτι, οτιδήποτε που ν’ αφήνει τόσο δα χώρο για να λάμψει ένας νέος τρόπος να προσεγγίσει τον στόχο της. Τίποτα. Τα στοιχεία της ήταν όλα ελεγμένα δυο και τρεις φορές. Πολύ απλά, η μέθοδός της ήταν ένας από τους 10.000 τρόπους που δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει. Παρότι ήταν θεοσκότεινα, έσφιξε τα μάτια προσπαθώντας να κλείσει απ’ έξω κάθε σκέψη. Το μόνο που την εμπόδιζε να λυθεί σε κλάματα ήταν η εσωτερικευμένη απαγόρευση: «Ποιοι κλαίνε, Έλενα;» άκουσε τη φωνή του πατέρα της στερεοφωνικά στο κεφάλι της. «Αν θες να σε θεωρούν χαζογκόμενα, που πατάει τα κλάματα όταν τα βρίσκει σκούρα, κλάψε». Κι έτσι η Έλενα είχε κόψει τα κλάματα από μικρή.
Χωρίς ν’ ανάψει το φως, γύρισε στο πλάι στο κρεβάτι και με μαθημένες κινήσεις άνοιξε στα τυφλά το συρτάρι του κομοδίνου στ’ αριστερά. Τα δάχτυλά της έψαξαν και βρήκαν το γνώριμο παραλληλόγραμμο κουτάκι που περιείχε το μοναδικό μονοπάτι που ήξερε αυτό το παλικάρι για να φτάσει σ’ έναν πολυπόθητο κι απολύτως απαραίτητο ύπνο. Κατάπιε το μικρό ροζ χαπάκι κι ευχήθηκε η βενζοδιαζεπίνη να εισχωρήσει γρήγορα στον υποδοχέα GABAA. Αυτά παθαίνεις όταν είσαι μοριακή βιολόγος: ούτε ένα γαμωηρεμιστικό δεν μπορείς να πάρεις χωρίς να ξέρεις τι σου κάνει.