Skip to main content

Πόση μοναξιά αντέχουμε μέχρι να διαλυθούμε; Πόση απ’ τη μοναξιά που νιώθουμε την προκαλούμε εμείς οι ίδιοι;

Η ταινία All of Us Strangers άφησε ελάχιστους ανθρώπους ανεπηρέαστους, γκέι ή στρέιτ ή μπάι. Ο λόγος είναι ότι απήχησε στη μοναξιά που όλες μας νιώθουμε κατά καιρούς ή και πιο μόνιμα στη ζωή μας. Πολλοί από μας ταυτιστήκαμε με την απώλεια, την αποξένωση και τη μοναξιά. Οι περισσότεροι θεώρησαν την ταινία απαισιόδοξη και θλιβερή, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι μία από τις πιο ρεαλιστικά αισιόδοξες ταινίες που έχουν γυριστεί· επιχειρηματολογώ ότι είναι μια ιστορία δραπέτευσης από τη μοναξιά και θεραπείας των τραυμάτων που μας κρατάνε καθηλωμένους σε αδιέξοδα μοτίβα συμπεριφοράς.

Ο Άνταμ είναι εγκλωβισμένος στη μοναξιά του. Πρόκειται για μια διπλή μοναξιά: από τη μία βασανίζεται από την κραυγαλέα απώλεια των γονιών του σε μικρή ηλικία. Η ορφάνια αυτή τον ταλανίζει ακόμη ακόμα και στα σαράντα του. Όμως ο Άνταμ ήταν ορφανός ήδη πριν σκοτωθούν οι γονείς του. Όπως πάρα πολλά λοατκι παιδιά, τους γονείς του τους είχε χάσει πολύ πριν πεθάνουν, με την έννοια ότι δεν ήταν σύμμαχοί του αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφοροι θεατές των δυσκολιών του. Καθώς οι ίδιοι επέλεγαν να εθελοτυφλούν μπροστά στην ομοφυλοφιλία του, τον άφησαν τραγικά μόνο του να την αντιμετωπίσει χωρίς καμία βοήθεια, καμία συμπαράσταση, καμία καθοδήγηση. Ο Άνταμ, όπως τόσοι και τόσες σαν κι εμάς, στην ουσία δεν είχε γονείς, δεν μπορούσε ν’ απευθυνθεί σ’ αυτούς για να τους ζητήσει στήριξη για τη βία που εισέπραττε στο σχολείο, για την αγωνία που ένιωθε για το μέλλον του. Σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη σκηνή με τον πατέρα του, ο Άνταμ τον ρωτάει: «Αφού με άκουγες να κλαίω γιατί δεν μπήκες στο δωμάτιό μου;» Ο πατέρας του απαντά με περισσότερη ειλικρίνεια απ’ ότι θα συνέβαινε στην πραγματική ζωή: «Δεν ήθελα να πιστέψω ότι είσαι απ’ τ’ αγόρια που τα κοροϊδεύουν τ’ άλλα αγόρια. Ήξερα πως αν ήμουν στο σχολείο σου, κι εγώ θα σε κορόιδευα». Ο Άνταμ του ανταπαντά: «Νομίζω ότι το ήξερα αυτό για σένα. Μάλλον αυτός είναι λόγος που ποτέ δεν σου μίλησα για το τι τραβάω».

Εξυπακούεται πως οι γονείς του έχουν ελαφρυντικά, αφού ούτε οι ίδιοι είχαν προετοιμαστεί κοινωνικά πώς ν’ αγαπήσουν και να φροντίσουν έναν γκέι γιο. Όμως είτε έφταιγαν είτε όχι, η ζημιά έγινε· ο γιος τους ήταν ορφανός αλλά με γονείς. Αυτή η ιδιότυπη, ανομολόγητη απουσία γονιών είναι ένα οδυνηρό τραύμα που κουβαλάμε πάρα πολλά λοατκι παιδιά: δεν θεωρούμε τους γονείς μας ουσιαστικούς γονείς, αφού επέλεγαν, ξανά και ξανά, ν’ απαλείφουν την ομοφυλοφιλία μας, να την αγνοούν επιδεικτικά ή αμήχανα (στην καλύτερη περίπτωση) ή συχνά να πασχίζουν να την ξεριζώσουν από μέσα μας με γελοίες, ατιμωτικές προτροπές (περπάτα πιο αντρικά, μην κουνάς τα χέρια σου, ντύσου πιο θηλυκά κοκ). Πολλά, αν όχι όλα, τα λοατκι άτομα νιώθουμε προδομένα απ’ τους γονείς μας· όχι μόνο είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε τη βία στο σχολείο ή στον δρόμο ολομόναχα, έπρεπε από πάνω να κρυβόμαστε και στο σπίτι, να προσποιούμαστε πως δεν τρέχει τίποτα. (Παρεμπιπτόντως, πολλοί στρέιτ κουβαλάνε μια παρόμοια, εξίσου καταστροφική μοναξιά, όταν είχαν συναισθηματικά απόντες γονείς.)

Ο Άνταμ υποφέρει από αυτή τη βαθιά, υπαρξιακή μοναξιά από τα παιδικά του χρόνια. Κι είναι αυτή η συστατική μοναξιά που τον καταδικάζει σε μια τωρινή μοναξιά: δεν έμαθε ποτέ να εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Αφού τον πρόδωσαν οι γονείς του, πώς να εμπιστευτεί άλλους; Έτσι, λοιπόν, δεν ξέρει πώς να συνδεθεί, πώς να πλησιάσει και να πλησιαστεί. Όταν του χτυπάει την πόρτα ο Χάρρυ ένα βράδυ, αναζητώντας παρέα, συντροφιά, μια έστω υποτυπώδη σύνδεση ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, ο Άνταμ αντιδρά όπως έχει ντρεσαριστεί ν’ αντιδρά: δεν ξέρει ν’ ανοίγει την πόρτα της καρδιάς του σε άλλους· του κλείνει την πόρτα, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Το κινηματογραφικό τέχνασμα της άδειας πολυκατοικίας συμβολίζει ακριβώς αυτό: η ζωή του Άνταμ είναι ακατοίκητη, ερημωμένη από ανθρώπους.

Η υπόλοιπη ταινία είναι μια σπουδή στην ψυχοθεραπεία. Ο Άνταμ ξεκινά ένα διπλό ψυχοθεραπευτικό ταξίδι, καθώς φαντασιωσικά δουλεύει πάνω στη διπλή μοναξιά του, την παλιά και την τωρινή. Πρώτα απ’ όλα, επιστρέφει στο αρχικό τραύμα, την απώλεια των γονιών του. Όχι τον θάνατό τους, αυτό το τραύμα είναι πιο επουσιώδες. Επιστρέφει στο πιο κεφαλαιώδες τραύμα: το ότι τον εγκατέλειψαν παιδάκι πράμα να κουμαντάρει την ομοφυλοφιλία του ολομόναχος. Μέσα από βαθιά συγκινητικούς διαλόγους, που δύσκολα θα γίνονταν στην πραγματική ζωή γιατί ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ο Άνταμ και οι γονείς του ανοίγονται και αλείφουν το τραύμα με αλλεπάλληλες στρώσεις αγάπης. Ο Άνταμ βγαίνει απ’ αυτή τη διαδικασία ψυχικής γιατρειάς καθαρός κι ελεύθερος να ζήσει στο τώρα αντί να παραμένει εγκλωβισμένος στην οδύνη του παρελθόντος και στις απορρέουσες από αυτό αποξενωτικές συμπεριφορές.

Παράλληλα, ο Άνταμ καταπιάνεται με την τωρινή μοναξιά του, η οποία πηγάζει από τη δυσκολία του ν’ ανοιχτεί και να εμπιστευτεί έναν άλλον άντρα. Σιγά σιγά, επιτρέπει στον εαυτό του ν’ ανοίξει την πόρτα σ’ έναν ξένο, να τον προσκαλέσει μέσα του και να γίνει ευάλωτος. Δεν εμπιστεύεται την αγάπη, την εγγύτητα· το σώμα του δεν ξέρει πώς να φιληθεί, ν’ αγκαλιαστεί, ν’ αγαπηθεί. Στην πιο συγκινητική για μένα σκηνή της ταινίας, στο κλαμπ, ο Άνταμ ζητάει με τρεμάμενη φωνή από τον Χάρρυ: «Θα με φροντίσεις;» Απαιτεί μια ζωή εμπιστοσύνης ή, ελλείψει αυτής, κάμποση ψυχοθεραπευτική δουλειά για να δείξουμε τόσο μεγάλη ευαλωτότητα ώστε να ζητήσουμε τη φροντίδα ενός άλλου ανθρώπου, ν’ αφεθούμε στα χέρια του και στο ενδεχόμενο να μας αφήσει να σκάσουμε κάτω σαν καρπούζι. «Θα βάλω τα δυνατά μου» απαντά ο Χάρρυ – η μόνη απάντηση που δύναται ρεαλιστικά να δώσει ένα ανθρωπάκι.

Χάρη στην ψυχοθεραπευτική δουλειά που κάνει με τον εαυτό του, ο Άνταμ είναι έτοιμος ν’ αποχαιρετίσει τον πόνο του παρελθόντος, να πάψει να κατοικεί στο εσωτερικό σπίτι της μοναξιάς του και στις φαντασιώσεις και ν’ αναζητήσει τον πραγματικό Χάρρυ, στην αληθινή ζωή. Ο Χάρρυ, όμως, νικήθηκε από τους δικούς του δαίμονες. Η δυνατότητα σχέσης μαζί του ακυρώνεται, όμως ο Άνταμ εμφανέστατα δεν ταράζεται και σίγουρα δεν απελπίζεται – το αντίθετο μάλιστα! Διαπνέεται από μια πρωτόγνωρη και εκπληκτική γαλήνη και σιγουριά.

Μέσα από τη φαντασιωσική ερωτική σχέση του με τον Χάρρυ, ο Άνταμ έχει ξεπεράσει τον φόβο της σύνδεσης κι έχει υφάνει δεσμούς αγάπης μ’ ένα άλλο ανθρωπάκι. Αυτή την πόρτα την ανοίγει, πλέον, μόνο επειδή ταυτόχρονα θεραπεύει το αρχικό τραύμα εγκατάλειψης από τους γονείς του και άρα δεν φοβάται πια την εγκατάλειψη. Όπως λέει ο Άντριου Χέιγκ σε μια υπέροχη συνέντευξή του: «Η σημασία του τέλους της ταινίας είναι ότι αν βρήκες την αγάπη, θα την ξαναβρείς. Η αγάπη παραμένει. […] «Όλοι μας θα χάσουμε ανθρώπους· είτε τους χάσαμε ήδη, είτε τους χάνουμε, είτε θα τους χάσουμε. Είναι ένα αναπόφευκτο κομμάτι της αγάπης. Κι η αγάπη που νιώθεις για έναν άνθρωπο δεν σβήνει, δεν χάνεται ποτέ».

Στην ακροτελεύτια σκηνή, ο Άνταμ λέει κάτι που με άγγιξε βαθύτατα· όταν ο Χάρρυ τον ρωτάει «Πόσο θα κρατήσει αυτό;», ο Άνταμ του απαντά με την ωριμότητα που πλέον έχει κερδίσει: «Δεν μπορώ να σ’ το απαντήσω αυτό. Δεν αποφασίζουμε εμείς πότε τελειώνει. Για την ώρα, τι λες να σ’ αγκαλιάσω λιγάκι ακόμα;»

Πράγματι, δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο θα κρατήσει ο έρωτας, η συντροφική σχέση (η ζωή η ίδια). Κι αυτός ο φόβος του τέλους (ο τρόμος μάλλον) εμποδίζει πολλούς και πολλές από μας να συνδεθούμε μ’ ένα άλλο ανθρωπάκι. Γιατί στο τέλος της ημέρας, σαν θνητοί που είμαστε, μόνο αυτό μπορούμε να κάνουμε: ν’ αγκαλιαστούμε λιγάκι ακόμα.

Leave a Reply