
Η Έλενα μεγάλωσε με απούσα μητέρα και έναν πατέρα που προσπαθούσε να την προστατέψει μαθαίνοντάς την να χρησιμοποιεί ως απόλυτο όπλο τη λογική. Στα τριάντα της, η ηρωίδα, μοριακή βιολόγος, προσπαθεί να τιθασεύσει τις αβεβαιότητες του έρωτα και να αποφύγει τον πόνο που προκαλείται με τη λήξη του, κατασκευάζοντας μια φόρμουλα που θα τον κάνει να διαρκεί για πάντα. Ένας έρωτας διαρκείας συνιστά, όμως, την πραγματική ευτυχία;
Τι σας οδήγησε να γράψετε ένα μυθιστόρημα για την αιωνιότητα του έρωτα ή την απουσία του;
Είχα μια σχέση 12 χρόνια, αλλά χωρίσαμε, γιατί είχε φτάσει πια στο τέλος της. Όταν βγήκα από αυτή ήμουν τρομοκρατημένος, επειδή, όταν μπαίνεις σε μια σχέση στα 25 σου και βγαίνεις στα 37 σου, είσαι άλλος άνθρωπος. Βγήκα έξω ξανά στην αγορά και μου γεννήθηκε μια ανησυχία, μια εσωτερική και εξωτερική διερεύνηση και η επιθυμία να γράψω για την έννοια του έρωτα. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, χώρισα από τη δεύτερη σχέση μου και ήταν σαν συμπαντική ειρωνεία το ότι τιτλοφόρησα ένα βιβλίο με τίτλο «Love forever ωχ!» βγαίνοντας από μια σχέση και φοβούμενος ότι δεν θα γνωρίσω κάποιον άλλο. Γνώρισα κάποιον, ερωτεύτηκα σφόδρα, ήταν μια τέλεια σχέση, περάσαμε καταπληκτικά 2,5 χρόνια, και χώρισα την εποχή που έβγαινε το βιβλίο αποδεικνύοντάς ότι αυτό το «forever» δεν είναι forever.
Ο πατέρας της Έλενας προσπαθεί να τη μάθει να αποτρέπει «καθετί απρόοπτο και ανεπιθύμητο με μοναδικό όπλο τις λογικές σκέψεις και την προνοητικότητα». Είναι εφικτό αυτό;
Όχι βέβαια. Η λογική μας φτάνει μέχρι ενός ορίου, καθώς δεν μπορούμε να ακυρώσουμε τον παράγοντα του τυχαίου και του χάους. Εμείς οι άνθρωποι θα θέλαμε να λειτουργεί το σύμπαν λογικά, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα είχαμε μεγαλύτερο έλεγχο.
Πιστεύετε ότι οι επιλογές και τα πρότυπα της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν την ενήλικη ζωή μας;
Νομίζω ότι μας επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως με έναν αυτονόητο τρόπο, με την έννοια που επιτάσσει η λαϊκή ψυχολογία, ότι «έχεις αυστηρό πατέρα θα βγεις έτσι», «έχεις απούσα μητέρα, θα βγεις αλλιώς». Αυτοί είναι πολύ απλοϊκοί συσχετισμοί που τους κάνουμε γιατί έτσι βγάζουμε ένα νόημα και αισθανόμαστε μεγαλύτερη ασφάλεια. Σαφώς επηρεαζόμαστε -ειδικά σε πολύ μικρή ηλικία- από το γύρω μας περιβάλλον, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παραμένουμε αναλλοίωτοι για όλη μας τη ζωή. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να αποφύγουμε τα προβλήματα με τα οποία μας φορτώνουν οι δικοί μας, και είναι και καλό αυτό μερικές φορές, γιατί, μαζί με τα προβλήματα, μάς δίνουν και τα εργαλεία για να τα ξεπεράσουμε.
Οι τίτλοι των κεφαλαίων σας είναι όλοι από τραγούδια. Αυτό το παιχνίδι αποτελεί μια αναφορά στα κλισέ του έρωτα;
Ένα μεγάλο κομμάτι της εικονογραφίας που έχουμε διαμορφώσει για τον έρωτα περνάει μέσα από την τέχνη. Δεν ερωτευόμαστε μόνο με βάση το πώς ερωτεύτηκαν η μαμά και ο μπαμπάς μας, το οποίο συχνά είναι και ταμπού, οπότε το αγνοούμε, ούτε ερωτευόμαστε όπως ερωτεύεται ο κολλητός ή η κολλητή μας. Ερωτευόμαστε όπως ερωτεύονται στις ταινίες και στα τραγούδια. Από αυτά μαθαίνουμε τους κανόνες του έρωτα.
Πιστεύετε ότι αυτή η σχάση του μυαλού από την καρδιά, που συχνά την ονομάζουμε έρωτα, μπορεί να οφείλεται σε καθαρά ορμονικούς λόγους;
Από προσωπική εμπειρία, νομίζω ότι ο έρωτας έχει μια βιολογική βάση, χωρίς βέβαια αυτή να είναι η αποκλειστική ούτε η πιο σημαντική παράμετρος. Ερωτευόμαστε «κουφά», με ανθρώπους που δεν έχουμε κανένα λόγο να τους ερωτευτούμε: δεν ταιριάζουμε, δεν βγάζει νόημα, λέμε «μα τι κάνω με αυτό τον άνθρωπο;». Αυτό που λέμε ο κεραυνοβόλος έρωτας, η χημεία…
Αυτά δεν είναι, όμως, περισσότερο καψούρα παρά έρωτας;
Νομίζω ότι αυτό είναι το πρώτο κομμάτι, το πρελούδιο. Άμα αυτό πάει καλά και δεν σου βγει μετά ο άλλος φρικτός, παραμένεις μαζί του. Ναι, δεν φτάνει μόνο η χημεία. Πρέπει να ταιριάζουν τα χνότα σας, να μπορείτε να πείτε και δύο λόγια, για να συμπορευθείτε μετά. Για μένα, πάνω από όλα, ο έρωτας μας προχωρά- ει και μας μετασχηματίζει. Μπαίνεις σε μια σχέση επειδή ερωτεύεσαι και βγαίνεις ένας άλλος άνθρωπος.
Πιστεύετε λοιπόν ότι το forever «…είναι ειδυλλιακό. Αλλά δεν είναι βιώσιμο. Μια ειδυλλιακή κατάσταση που διαρκεί για πάντα βαίνει ενάντια στην ίδια την έννοια της ανθρώπινης μοίρας»;
Ο άνθρωπος και το «αιώνια» δεν χωράνε μαζί στην ίδια πρόταση. Τίποτα δεν είναι αιώνιο, και ευτυχώς, γιατί δεν θα δημιουργούσαμε ποτέ τίποτα. Όλη η τέχνη και ο πολιτισμός μας βασίζονται στο πεπερασμένο της ύπαρξής μας. Ξέρουμε πως θα είμαστε εδώ για ένα μικρό διάστημα και θέλουμε να αφήσουμε πίσω τη σφραγίδα μας, να περάσουμε καλά, να χτίσουμε, να δημιουργήσουμε…
«Επειδή το σεξ έχει μαγαριστεί από τις ενοχές της θρησκείας, μερικοί άνθρωποι έχουν ανάγκη από δικαιολογίες για να το κάνουν. Να είναι παντρεμένοι πρώτα, να μην έχουν πηδήξει για πολύ καιρό, να γνωρίζουν ή να μη γνωρίζουν αυτόν με τον οποίο το κάνουν, να πιστεύουν ότι είναι ερωτευμένοι για να κάνουν έρωτα…», λέει ένας ήρωάς σας. Πώς αντιμετωπίζει σήμερα, κατά την γνώμη σας, ο Έλληνας το ζήτημα του σεξ;
Πολύ κομπλεξικά. Και οι στρέιτ και οι γκέι. Είναι σαν να ανακαλύψαμε ένα καινούργιο παιχνίδι, του οποίου δεν ξέρουμε όλες τις οδηγίες χρήσης. Τρελαινόμαστε που είναι στη διάθεσή μας σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι ήταν παλιότερα. Νιώθουμε ενοχές όταν παίζουμε με αυτό, ενώ θα έπρεπε να παίζουμε με το παλιό μας παιχνίδι, που το ξέρουμε καλύτερα και με αυτό έπαιζαν οι γονείς και οι παππούδες μας και που είναι θεσμοθετημένο και καλό. Οι στρέιτ άντρες έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Δεν ξέρουν πώς να φερθούν, πώς να φλερτάρουν, πώς να διεκδικήσουν και χέζονται πάνω τους άμα τους την πέσει μια γυναίκα, γιατί δεν έχουν πια ρόλο. Οι γυναίκες διεκδικούν περισσότερο, αλλά αντιμετωπίζουν χεσμένους άντρες και νιώθουν ενοχές άμα διεκδικήσουν και πολλά, γιατί δεν είναι πολύ «καλό» μια γυναίκα να είναι διεκδικητική. Όσο για τους γκέι, αυτό είναι μια πονεμένη ιστορία, γιατί υπάρχουν όλα τα κόμπλεξ που υπάρχουν στους στρέιτ, συν τα θέματα ρόλων, η κατακραυγή για την ομοφυλοφιλία και τα πολλά στερεότυπα γύρω από το σεξ. Γενικότερα το σεξ έχει ενοχοποιηθεί: υπάρχει το κακό και το καλό σεξ, που χαρακτηρίζεται καλό όταν είμαστε ερωτευμένοι και είναι μετρημένο ποσοτικά. Παιδευόμαστε άντρες και γυναίκες με αυτό και είναι λίγοι οι άνθρωποι που έχουν καταφέρει να απενοχοποιηθούν και να το κάνουν χωρίς να ντρέπονται – άσχετα με το τι λέμε, κομπάζοντας, στους φίλους ή ακόμα και στον εαυτό μας.
Αυτό οφείλεται στην ελληνική κοινωνία, στη θρησκεία, σε τι;
Κυρίως στη θρησκεία. Μας έχει κάνει φοβερή ζημιά ο χριστιανισμός. Η νοοτροπία και οι αρχές που κληρονομήσαμε 100% από τους εβραίους και τη δική τους μεσανατολική θρησκεία θεωρούσαν το σεξ κάτι το επαίσχυντο και μιαρό. Προφανώς σήμερα πάμε κάπως καλύτερα πλέον. Διεκδικούμε μια υγιή ερωτική ζωή και βλέπεις όλο και περισσότερους ανθρώπους με σεξουαλική υγεία, αλλά για πολλούς από εμάς παραμένει ακόμα προβληματικό. Ως σύμβουλος ψυχικής υγείας, βλέπω ότι πολύς κόσμος έχει αναστολές και συναντά εμπόδια στο σεξ και διστάζει να διεκδικήσει αυτό που πραγματικά θέλει..
Γιατί εστιάζετε ειδικά στη λεκάνη της Μεσογείου;
Έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην Ελλάδα μπορούμε να κάνουμε πολύ περισσότερα πράγματα -και όντως τα κάνουμε-, αλλά υποκρινόμαστε περισσότερο. Αυτό δεν είναι ελληνικό χαρακτηριστικό, είναι όλη η μεσογειακή κουλτούρα. Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει η έννοια της αμαρτίας. Δεν είναι «κακό» απέναντι σε ένα θεϊκό στοιχείο να κάνουμε κάτι. Κανένας Έλληνας δεν τρομάζει μ’ αυτό. Αντιθέτως, γελάμε με αυτή την ιδέα. Μας νοιάζει όμως η κοινωνική κατακραυγή, τι θα πει ο διπλανός μας. Στην Ελλάδα δεν είναι σημαντικό να κάνεις το καλό, αλλά να δείχνεις ότι κάνεις το καλό, και αυτό έχει φανεί και σε ανθρωπολογικές έρευνες που έχουν γίνει στη χώρα μας. Οπότε δεν έχει σημασία αν πηδιέσαι αριστερά και δεξιά, αρκεί να δείχνεις ευπρεπής. Τώρα πια, όμως, που η κλασική ελληνική νοοτροπία συγκρούεται με τη δυτικόφερτη ευρωπαϊκή, εμείς βρεθήκαμε να ισορροπούμε στο μεταίχμιο.
Πιστεύετε ότι θα έχει κάποια θετική εξέλιξη αυτή η σύγκρουση;
Τα νέα παιδιά είναι πολύ πιο απελευθερωμένα. Αυτό που με θλίβει σε αυτά είναι ο συντηρητισμός μεταμφιεσμένος σε ρομαντισμό: ότι το σεξ είναι καλό μόνο αν είμαι με τον ένα και μοναδικό, με τον οποίο θα είμαι ερωτευμένος. Μπορεί και με έναν άνθρωπο που θα γνωρίσεις για μια βραδιά να έχεις μια πολύ ποιοτική σχέση, με πραγματικό σεβασμό και αλληλοσυμπλήρωση. Ενώ μπορεί να είσαι με έναν άνθρωπο πέντε χρόνια και να μην υπάρχει κα- νένας σεβασμός, καμία πραγματική ανταλλαγή ουσίας.
Η συνέντευξή μου δόθηκε στη Μυρτώ Τσελέντη στο περιοδικό Culture το 2010.