Skip to main content

Υπόμνημα χάρτη

Κλίμακα:                     1:1 ζωή
Πληθυσμός:                1 παιδί
Έκταση:                       7 χρονών
Γλώσσα:                      Μεγάλη
Προϊόντα:                    Γέλια, παιχνίδια, φωνές, πήδοι
Κύριες πόλεις:             Μαμά, Μπαμπάς, Λούκης, Γιαγιάννα
Χαρτογράφηση:          Λύο Καλοβυρνάς

Η Νήσος Αστάρτη βρέχεται από πελάγη ανεμελιάς και τη θάλασσα της παιδικής σκανταλιάς, ενώ στα βόρεια συνορεύει με αυτά που έχουν ξεχάσει οι ενήλικες. Η Οικογενειακή Γεωγραφία σκιαγραφεί την ιστορία και τις περιπέτειες της Αστάρτης,  καθώς και τις αφύσικες καταστροφές που απειλούν το εύθραυστο οικοσύστημά της.

Πώς φτιάχνεται μια οικογένεια; Ποιες συνιστώσες συντελούν στο να μείνει ενωμένη ή να διαλυθεί; Πώς προσανατολίζεται στη ζωή η μικρή Αστάρτη με τις οικογενειακές συντεταγμένες που έχει; Δεν ήταν σκοπός μου το βιβλίο να πραγματευτεί την παιδεραστία, παρότι αυτή θεωρούν οι περισσότεροι κεντρικό κόμβο του μυθιστορήματος. Περισσότερο με ένοιαζε το πώς βλέπει ένα παιδί τον κόσμο, πώς βλέπουν οι γονείς το παιδί τους, πώς (δεν) διαλύεται ένας άνθρωπος.

Αποσπάσματα

 

Άλλο νησί
Το πλοίο αφρίζει τα νερά, αλλάζοντας προσωρινά το χρώμα τους σε άλλα μπλε. Η Αστάρτη κρέμεται στην κουπαστή και αγναντεύει το κύμα, τους αφρούς, τα γλαροπούλια που ακολουθούν τον πηγαιμό του φέρρυ.

Σε λίγο φτάνουν στην Αλόννησο, στο νησί που βρίσκεται η μαμά της εδώ και ένα μήνα κάνοντας κάτι στο βυθό της θάλασσας, όπως της έχει εξηγήσει. Η Αστάρτη δεν έχει καταλάβει ακριβώς τι κάνει η μαμά της. Αρ-χαι-ο-λό-γος, ξέρει να λέει όταν τη ρωτούν τι δουλειά κάνει η μαμά της, όμως η λέξη είναι κάπως άδεια, σαν πακέτο από μπισκότα που ξέρεις ότι κάποτε είχε κάτι μέσα αλλά τώρα δεν. Αρχαία… τι είναι αυτά τα αρχαία που ψάχνει η μαμά; Παλιά πράγματα. Μα έχουν ήδη τόσα πολλά παλιά πράγματα, όλα τα πράγματα γίνονται παλιά μετά από λίγο, το ξέρει ήδη αυτό η Αστάρτη, αφού ξέρει τι πάει να πει καινούργιο – όπως καινούργια παιχνίδια, καινούργια παπούτσια, καινούργια παγωτά. Γιατί λοιπόν ψάχνει παλιά πράγματα αφού όλοι θέλουν καινούργια;

«Γιατί μερικά παλιά πράγματα έχουν πολύ μεγάλη αξία, περισσότερη από τα καινούργια,» της είχε εξηγήσει η Μαμά.

«Γιατί;»

«Γαμώ τον Αριστοτέλη και την αιτιοκρατία του!» είχε βλαστημήσει από μέσα της η Μαμά που μερικές φορές κουραζόταν να γεννοβολά εξηγήσεις στα ακατάπαυστα γιατί της μικρής.

«Γιατί μας λένε πολλά πράγματα για το ποιοι είμαστε.»

Έτσι η Αστάρτη είχε μείνει με την εντύπωση ότι η μαμά έψαχνε στο βυθό της θάλασσας για να βρει ποια είναι. Θα μπορούσε να είχε ρωτήσει την ίδια να της πει, ότι είναι η μαμά της, αλλά προφανώς ήθελε να το μάθει και από αλλού, από τα αρχαία.

Πλησίαζαν στην Αλόννησο.

«Μπαμπά, ποιο άλλο νησί είναι αυτό;»

«Τι ποιο άλλο νησί;»

«Άλλο νησί. Αλλόνησο. Γιατί το λένε άλλο νησί;»

«Δεν σημαίνει αυτό. Γράφεται αλλιώς.»

«Δηλαδή είναι ένα άλλο νησί που γράφεται αλλιώς από ποιο;»

«Αστάρτη, κοίτα τώρα το λιμάνι που φτάνουμε. Για δες, τη βλέπεις τη μαμά;»

 

Nάρκες χρόνου

Χρόνος. Περιμένουμε δέκα λεπτά παραπάνω απ’ όσα θεωρούμε δικαιολογημένα και γινόμαστε έξω φρενών.

Χρόνος. Σβήνουμε ακριβά, πολύχρωμα, ελικοειδή κεράκια που στάζουν χημικά πάνω στο γλάσο, και η χαρά μας που τόσα αγαπημένα πρόσωπα είναι μαζεμένα γύρω μας και μας τραγουδούν λεκιάζεται από την ανομολόγητη ανησυχία που η ανάσα μας καλείται να σβήσει άλλη μια φλογίτσα – κι άλλη, κι άλλη…

Χρόνος. Αγοράζουμε ημερολόγια, τοίχου, επιτραπέζια, ηλεκτρονικά, ημερήσια, εβδομαδιαία, με εικόνες ή χωρίς, με αποφθέγματα ή σκέτα, τους εορτασμούς αφανών χριστιανών αγίων ή τον αρχέγονο κύκλο της Σελήνης, και τα γεμίζουμε σε μια δραστηριότητα γεμίσματος του χρόνου, τι θα έρθει, τι γίνεται, τι δεν θέλουμε να χάσουμε, να ξεχάσουμε, να ξεχαστούμε στη ροή του χρόνου, που κυλά ακόμη κι όταν εμείς παραλείψουμε να γυρίσουμε σελίδα.

Χρόνος. Ζούμε τη ζωή σαν να ήταν αποπαίδι του χρόνου. Ζούμε τη ζωή εγκλωβισμένοι ανάμεσα σ’ αυτό που πέρασε – βαρύ και βαρύτιμο, στέμμα που φοράμε με καμάρι αλλά και πόνο από το βάρος και το στένεμα – και σ’ αυτό που θα ’ρθει – πλαστελίνη να πλάσουμε, και να ξαναπλάσουμε και να ματαξαναπλάσουμε χωρίς ποτέ να χαρούμε μια μορφή της. Ποτέ όμως δεν ζούμε στο τώρα, τη μόνη υποδιαίρεση του χρόνου που πραγματικά υπάρχει. Έχουμε και τους ανατολίτικους φιλοσόφους να μας το θυμίζουν και να μας αγχώνουν περισσότερο. Ζεν σέλω ζεν!

Χρόνος. Μια γραμμή που χάνεται στον ορίζοντα; Τι κι αν ο Αϊνστάιν απέδειξε τη μη γραμμικότητα του χρόνου – την ανυπαρξία του! Εγώ δεν μπορώ να εννοήσω ύπαρξη χωρίς την ύπαρξη του χρόνου. Γραμμή, λοιπόν, για εμάς τους homines temporentes; Ή μήπως κύκλος; Κύκλος από ντολμέν να προϋπαντούν τον ήλιο στο κυκλικό ταξίδι του. Ονειρόκυκλος των Αμποριγίνων της αυστραλιανής τέχνης της ζωής. Κύκλος της Σελήνης, αέναες χάσες και φέξες. Κύκλος των εμμήνων, των εποχών, ένα σχήμα δίχως αρχή και τέλος – άσχετο αν εμείς μάθαμε να τον χωρίζουμε σε μοίρες και τόξα για να χωρέσουμε την αρχή και το τέλος μας.