του Λύο Καλοβυρνά
Μια φορά κι ένα καιρό, στα βάθη της Σκανδιναβίας, ζούσαν ενάμισης Βίκινγκ. Ο Κνουδ και ο Χάραλντ ήταν πελώριοι και ξανθοί και σκληραγωγημένοι από τα στοιχεία της φύσης και τις δοκιμασίες του πολέμου. Ήταν αδέρφια και συμπολεμιστές και τα έκαναν όλα μαζί, μέχρι που ο Χάραλντ σε μια λεηλασία ρουτίνας στα παράλια της Σκωτίας λαβώθηκε στη μάχη, έπαθε γάγγραινα και του κόψανε τα πόδια ίσαμε το μπούτι.
Ο Κνουδ πήρε πολλή εκδίκηση για τα κομμένα πόδια του αδερφού του, μα όσο κι αν έσφαξε, βίασε και λεηλάτησε ουρλιάζοντας μπερδεμένα σύμφωνα και φωνήεντα, όπως προστάζει το ίματζ ενός σύγχρονου πολεμιστή, το γεγονός παρέμενε ότι ο αδερφός του είχε μείνει μισός και ήθελε ειδικό καρεκλάκι για να κάθεται στο τραπέζι.
Πού λόγος για ανθρώπους με κινητικά προβλήματα την εποχή των Βίκινγκς! Μα ο Κνουδ αγαπούσε το αδέρφι του και δεν του έκανε καρδιά να τον αφήνει κλεισμένο στο σπίτι ενώ εκείνος απολάμβανε σκοτωμούς και επιδρομές στις γύρω χώρες. Αποφάσισε λοιπόν να τον παίρνει λοιπόν κι αυτόν μαζί στις επιδρομές, κουβαλώντας τον στην πλάτη.
«Είσαι τρελός, Κνουδ;» τον μάλωσε ο αρχηγός της φυλής, ο μέγας Χάρκγιολντ με το μακρύ το μούσι, που το ’δενε πλεξούδα για να μην παθαίνει ψαλίδα. «Πού θα τον τραβολογάς τον Χάραλντ, σακάτη άνθρωπο; Θα σ’ εμποδίζει στη μάχη και θα σκοτωθείς.»
Μα ο Κνουδ δεν άκουγε κουβέντα. Δεν άντεχε αυτός να φεύγει ταξίδια στο εξωτερικό και να διαγουμίζει τόπους εξωτικούς, ενώ το αδέρφι του έμενε κλεισμένο στους τέσσερις μινιμαλιστικά διακοσμημένους τοίχους της καλύβας τους.
Ο Χάραλντ προφανώς έπαθε κάτι σαν κατάθλιψη, μόνο που τότε δεν είχαν τέτοιες λέξεις, απλώς κατέβασε μούτρα και κοίταγε το κενό και δεν του έκανε καρδιά να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι (εδώ που τα λέμε, και να ’θελε ήταν κομμάτι δύσκολο).
«Μη γνοιάζεσαι, αδερφέ μου» έλεγε στον Κνουδ. «Πήγαινε εσύ να διασκεδάσεις φονεύοντας μερικούς Άγγλους. Εμένα άσε με. Εγώ θα… θα συρθώ μέχρι το κατώφλι και θα κοιτάζω το γρασίδι να μεγαλώνει.»
Αλλά Ο Κνουδ δεν δεχόταν με τίποτα να φύγει και ν’ αφήσει μόνο τον αδερφό του. «Θα σε παίρνω κι εσένα μαζί. Θα σε κουβαλάω στην πλάτη.»
«Μα Κνουδ, τι θα πρωτοκάμεις; Εμένα θα κουβαλάς ή τον κόσμο θα σφάζεις; Για λογικέψου.»
Ο Κνουδ όμως ήταν πολυμήχανος και βρήκε λύση. Έσφαξε κάτι γιδοπρόβατα που περνούσαν τυχαία, πήρε βελόνα και δαχτυλήθρα και κάθισε και έραψε μια θήκη μεγάλη και γερή. Έμοιαζε με μάρσιπο, απ’ αυτούς που έχουν οι μπαμπάδες κι οι μαμάδες και τα καγκουρό.
«Μπες μέσα» είπε στον αδερφό του μόλις την ετοίμασε.
«Πού ρε; Μες στο πορτ-μπεμπέ; Άσε με σε παρακαλώ. Δεν μου φτάνουν τα χάλια μου, θα με σεργιανίζεις και στις λεηλασίες τώρα.»
«Είπα μπες μέσα!» Ο Κνουδ δεν έπαιρνε από όχι, το ’χε από μικρό παιδί αυτό το ελάττωμα. Στο πεδίο της μάχης δεν ήτανε καθόλου κακό να έχει πείσμα, αλλά στις διαπροσωπικές του σχέσεις τού δημιουργούσε προβλήματα. Καμία από τις δυναμικές Βικινγυναίκες δεν ανεχόταν την ξεροκεφαλιά του: «Για ποια με παίρνεις να μου δίνεις διαταγές, λες και είμαι καμιά απ’ αυτές που διακορεύεις κι αφήνεις ξεκοιλιασμένες στα χωριά που λεηλατείς;» του ξεκαθάρισε η τελευταία γκόμενα ρίχνοντάς του και μια σκανδιναβική μπούφλα για να υπογραμμίσει το επιχείρημά της.
Μετά από λίγη κουβέντα και πολλές φάπες, ο Χάραλντ μπήκε με το ζόρι στη θήκη. Κατέβασε μούτρα βέβαια, αλλά ο Κνουδ δεν τα έβλεπε γιατί τον είχε από πίσω του. Ζεύτηκε τη θήκη στους ώμους, την έδεσε γύρω από τη μέση καλά-καλά και στην επόμενη κυριακάτικη εκστρατεία λεηλασίας, εμφανίστηκε με τον Χάραλντ επ’ ώμοις.
Ακούστηκαν κάτι γελάκια από ένα-δυο συγχωριανούς χωρίς ευαισθησίες και σύντομα χωρίς κεφάλι, γιατί ο Κνουδ εκτός από πεισματάρης ήταν και οξύθυμος και δεν έπαιρνε από πειράγματα.
Οι συμπολεμιστές τους δεν είπανε κουβέντα, μα από τα βλέμματά τους φαινόταν ότι δεν τη θεωρούσαν έξυπνη ιδέα. Όμως δεν τους έπεφτε λόγος, το δικό του το κεφάλι θα έτρωγε ο Κνουδ – άντε το πολύ και του αδερφού του.
Την επόμενη μέρα έφτασαν στα παράλια της ανατολικής Αγγλίας και αφού ξεμούδιασαν απ’ το ταξίδι, έκαναν μια βόλτα στα γύρω χωριά για να πλιατσικολογήσουν το κουλέρ λοκάλ. Κάποιοι από τους ντόπιους δεν είδαν με συμπάθεια τις τουριστικές διαθέσεις των Βίκινγκ και προέβαλαν βλακώδη αντίσταση, γεγονός που πάντα έδινε μια πρόσθετη νότα περιπέτειας στις περιηγήσεις των υπερβόρειων διαγουμιστών. Ενώ λοιπόν οι ντόπιοι κι οι Βίκινγκ μπλέκονταν σε κεφάτες μάχες, ο Κνουδ βρέθηκε μόνος του στο πεδίο της μάχης. Κανείς ντόπιος δεν τον πλησίαζε, κι όταν έκανε εκείνος να επιτεθεί, οι Άγγλοι παρατούσαν σπαθί και τιμή και το έβαζαν στα πόδια αλαλάζοντας: «το τέρας με τα δυο κεφάλια»!
Πράγματι, από τα στιβαρά πόδια του Κνουδ, ορθώνονταν δυο βαρβάτοι κορμοί, τέσσερα πελώρια μπράτσα, δυο αστραφτερά σπαθιά και δυο αγριωπά κεφάλια, φουλ εξοπλισμένα με κερασφόρα κράνη και ξανθιές σκανδιναβικές πλεξούδες. Κι ήταν πράγματι σαν ένας πολεμιστής με δυο κεφάλια, γιγάντιος και φοβερός και αποτρόπαιος και σέξι. Ο ενάμισης Βίκινγκ γρήγορα έγινε θέμα συζήτησης σε όλη τη βόρεια Ευρώπη, κι αν υπήρχαν εφημερίδες, σίγουρα θα του είχαν κάνει πολυσέλιδο αφιέρωμα με αποκλειστικές φωτογραφίες.
Ο Χάραλντ ξαναβρήκε τη χαρά της ζωής και του θανάτου, αν και στο σεξ ήταν λίγο πιο μανίκι η διαδικασία, μέχρι που βρήκαν μια πατέντα να κάθεται ανάποδα στη θήκη, δηλαδή πλάτη με πλάτη, ώστε να έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Και πάλι όμως απαιτούνταν ένας κάποιος συγχρονισμός κινήσεων – για να μην πούμε διαθέσεων.
Κι έτσι ο ενάμισης Βίκινγκ έμεινε στην ιστορία αποδεικνύοντας ότι η αγάπη νικάει όλα τα εμπόδια και ότι το Λύο βγαίνει από το Τάκης.