Τρεις αδερφές και η μητέρα τους, μια γυναικεία οικογένεια, η οποία υπάρχει μόνο θεωρητικά. Ένα ατύχημα αμφισβητεί την επίσημη ιστορία της οικογένειας. Το μυστικό που αναδύεται ταρακουνάει τη θέση τους στον κόσμο, τις μεταξύ τους σχέσεις, την αυτοεικόνα τους. Ποιες είναι; Ποιος είμαι εγώ, που γράφω αυτή την ιστορία; Γιατί τη γράφω; Πώς επηρεάζει το φύλο μας την ιστορία της ζωής μας; Το φύλο μας στήνει φράχτες, επιβάλλει μια ιστορία.
Η Καίτη, η Σία, η Νίκη, η Κατερίνα. Ο Λύο. Εγώ. Οι ιστορίες μας. Εκείνες μυθοπλαστικές, εγώ αληθινός. Όσο αληθινή ή κατασκευασμένη είναι η ιστορία της καθεμιάς μας. Όλες μας μπροστά στη βία. Καθημερινή, τετριμμένη βία. Δεδομένη και αποδεκτή. Εγώ πιο προφυλαγμένος, πια.
Κι από κει οι άντρες. Ένα άλλο είδος. Ποθητοί. Επικίνδυνοι. Τι κάνουμε; Πεθαίνουμε.
Κι άλλες ιστορίες. Όλα τα ματωμένα ονόματα. Όλες μας, δυνητικά εδώ.
Αυτό δεν είναι ένα ευχάριστο βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο πόνου. Γεννήθηκε από πόνο. Μιλάει για πόνο. Και τι κάνουμε, τι μπορούμε να κάνουμε, τι φανταζόμαστε να κάνουμε για τον πόνο. Και τον θυμό. Αυτό είναι ένα βιβλίο θυμού.
Βιβλιοκριτικές για το Όλες μας
γράφει η Φανή Χατζή
Το πρόσφατο πόνημα του Λύο Καλοβυρνά φέρει τον υπότιτλο «μυθιστόρημα», αλλά είναι πολλά περισσότερα από αυτό∙ είναι αυτό-μυθοπλασία, ψυχαναλυτικό σχόλιο, αντιπατριαρχικό μανιφέστο, ένα «χάρτινο μνημείο πεσουσών γυναικών» όπως γράφει και ο ίδιος, μια κραυγή οργής, ένα καταφύγιο.
Ο Καλοβυρνάς στήνει το μυθοπλαστικό του σύμπαν συστήνοντας την αποτελούμενη μόνο από θηλυκά μέλη, οικογένεια Δέντε. Η μικρότερη από τις τρεις αδερφές Δέντε εμπλέκεται σε ένα τροχαίο ατύχημα, που φέρνει τις αδερφές κοντά μεταξύ τους αλλά και με τις τρεις προγόνισσές τους, τη μητέρα και τις θείες τους. Η παρουσία, όμως, μικρών εγκιβωτισμένων περιγραφών κακοποίησης γεννά το ερώτημα∙ Πώς θα συνδεθεί η βασική αυτή πλοκή με το θέμα της έμφυλης βίας; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα δώσει το οικογενειακό μυστικό που αποκαλύπτεται και ανατρέπει τις ζωές όλων.
Στο πρώτο μισό του βιβλίου, ο συγγραφέας εισέρχεται διεισδυτικά στον ψυχισμό των ηρωίδων. Η ιδιότητά του ως συμβούλου ψυχικής υγείας του επιτρέπει να φέρει στην επιφάνεια τις πιο ντροπιαστικές σκέψεις που βαραίνουν το συνειδητό, τις ψευδαισθήσεις, τα ενοχικά σύνδρομα και τους μηχανισμούς ψυχολογικής «αυτοσυντήρησης», ίδια της ανθρώπινης κατάστασης εν γένει. Ταυτόχρονα, σκιαγραφεί τον δυσλειτουργικό ιστό που δένει τα μέλη της οικογένειας, τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ τους. Μέσα από αφηγηματικά τεχνάσματα, όπως την παρουσία μιας αμίλητης ψυχολόγου αλλά και την μεταμοντέρνα παρουσία του ίδιου του Λύο ως σχολιαστή των γεγονότων, ο Καλοβυρνάς θα δημιουργήσει διαδοχικές συγκρούσεις που οδηγούν νομοτελειακά στην αποκάλυψη.
Το μυστικό αναδύεται μέσα μια συνθήκη μαγικού ρεαλισμού. Οι αδελφές Δέντε μαθαίνουν ότι έχουν μητρογονικά την μαγική ικανότητα να παρεμβαίνουν σε περιστατικά έμφυλης βίας και να αποτρέπουν τις γυναικοκτονίες. Μπορεί η ενάσκηση αυτής της ικανότητας να σκιαγραφείται με όρους φεμινιστικής δυστοπίας, όμως η δεδομένη κοινωνικοπολιτική συνθήκη εμπλέκει τις αναγνώστριες με τρόπο ρεαλιστικό και απτό. Η οργή μας δεν τρέφεται μόνο από την λογοτεχνική περιγραφή της βίας, αλλά και από την πέρα ως πέρα αληθινή βία της πραγματικότητας. Οι γραμμές αυτές, εξάλλου, γράφονται υπό το συναισθηματικό βάρος της είδησης της γυναικοκτονίας της Άννας (Ιβάνκα).
Μεταφέροντας το συλλογικό πένθος στο χαρτί, έναντι τίτλων κεφαλαίου, ο Καλοβυρνάς παραθέτει τα ονόματα προσφάτως δολοφονημένων γυναικών στη χώρα μας, τις ηλικίες θανάτου τους και τον τόπο/ημερομηνία δολοφονίας τους (π.χ. Γαρυφαλλιά, 26 χρόνων 16 Ιουλίου 2021, Φολέγανδρος). Πέρα από την απότιση φόρου τιμής στις «πεσούσες», ένας όρος που διόλου τυχαία παραπέμπει σε πόλεμο, αυτά τα ονόματα λειτουργούν σαν εμπόδια στην γραμμική ροή της πλοκής, διαρρηγνύουν την ομαλότητά της, ακριβώς όπως στις ζωές μας διαρρηγνύεται η αίσθηση ασφάλειας και κανονικότητας με το άκουσμα μιας ακόμα γυναικοκτονίας.
Στο πλαίσιο της αυτοδίκαιης αποκατάστασης της δικαιοσύνης, όπως είναι αναμενόμενο, εγείρονται και ηθικά ερωτήματα. Έχει την ίδια αξία η ζωή ενός κακοποιητή με την ζωή μιας κακοποιημένης; Χαίρουν της ίδιας (νομικής) προστασίας; Η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει απαντήσει προ πολλού σε αυτά τα ερωτήματα, όμως εν μέσω μιας περιόδου αμφισβήτησης της αστικής δικαιοσύνης, η έστω μυθοπλαστική τιμωρία των «κακών» είναι λυτρωτική. Το ίδιο πλαίσιο παράγει πρόσφορο έδαφος για να συζητηθεί και το θέμα της ευθύνης και τα όρια αυτής, μολονότι ο συγγραφέας εστιάζει περισσότερο στον θυμό και τις εκφάνσεις του.
Η γλώσσα του Καλοβυρνά είναι αξιοθαύμαστη, ο λόγος του εμπλουτίζεται με μεταφορές και ευφάνταστα σχήματα. Η διαρκής προσπάθεια ανοικείωσης, ωστόσο, πνίγει σε σημεία το κείμενο. Σε ένα ήδη «φορτωμένο» από άποψη επιπέδων κείμενο, τα σχόλια επί της πατριαρχικής δόμησης της κοινωνίας και των έμφυλων στερεοτύπων μοιάζουν διδακτικά. Οι επισημάνσεις για την ευαλωτότητα των θυμάτων, την ετεροκανονικότητα, τους έμφυλους ρόλους και τις εξουσιαστικές σχέσεις μοιάζουν απλουστευμένες και θα κερδίσουν κατά βάση το πιο άγουρο επί της φεμινιστικής θεωρίας κοινό. Στα αδύναμα σημεία εντάσσεται και η διαρκής ανασφάλεια εκ μέρους του συγγραφέα που τον ωθεί σε επιτόπια αυτοκριτική, έναν διάλογο στον οποίο κριτής και κρινόμενος είναι ο ίδιος. Το άγχος της πρόσληψης του έργου και η διαρκής υπενθύμιση ότι πρόκειται για έργο που δουλευόταν χρόνια προσθέτουν στο έργο περιττές προσδοκίες.
Αυτή η ανασφάλεια εξηγείται, εν μέρει, εάν αναλογιστούμε ότι ο Καλοβυρνάς προσπάθησε να αποτινάξει τις ενοχές και να χτίσει μέσα στις λέξεις, σιγά σιγά, έναν ασφαλή χώρο μέσα στον οποίο εξομολογείται τελικά το δικό του βίωμα, αποκαλύπτει το μυστικό της δικής του οικογένειας. Το κείμενο γίνεται γι’ αυτόν ένα καταφύγιο και αυτό προσπαθεί να μεταφέρει σαν αίσθηση και σε εμάς τις αναγνώστριες. Μας προσκαλεί σε αυτό το safe space να ανασυγκροτήσουμε το σχέδιό μας, να σκεφτούμε πώς θα διαχειριστούμε αποτελεσματικά την οργή μας.
Ο συγγραφέας καταφέρνει, επίσης, να δημιουργήσει δύο σύμβολα που διατρέχουν το βιβλίο πιο υπόκωφα. Το πρώτο είναι το φεμινιστικό σύμβολο της μαγείας, που, με πρώτη διδάξασα τη Σίλβια Φεντερίτσι, που θεωρητικοποίησε «το κυνήγι των μαγισσών χτες και σήμερα» χρησιμοποιείται τελευταία πολύ συχνά, από τη Λογοτεχνία και το Θέατρο, μέχρι τα συνθήματα του δρόμου. Εδώ, η μαγεία κληροδοτείται διαγενεακά και είναι τρόπος αντίστασης στη βία. Το ισχυρότερο σύμβολο, ωστόσο είναι αυτό της φεμινιστικής αλληλεγγύης. Οι δυνάμεις των αδερφών Δέντε είναι διαφορετικές αλλά και παραπληρωματικές. Καμία δεν μπορεί να ασκήσει τη δύναμή της μόνης της, έχουν ανάγκη η μία την άλλη. Ο δεσμός που τις δένει ξεπερνά τα όρια της εξ αίματος συγγένειας και δημιουργεί έναν κύκλο αδελφοσύνης στον οποίο μετέχουμε κι εμείς νοητά. Το «Όλες μας» του τίτλου, άλλωστε, είναι συμπεριληπτικό, και αγκαλιάζει θηλυκότητες αλλά και αρρενωπότητες μη εξοικειωμένες με τον «ανδρισμό» τους.
Συνοψίζοντας, η πραγματικότητα καθιστά το «Όλες μας» τραγικά επίκαιρο. Μπορεί κατά τη γνώμη μου να χρήζει περισσότερων υπαινιγμών και λιγότερης πληροφορίας, όμως το θέμα του και ο πολύ προσωπικός του χαρακτήρας συγχωρούν τον υπερβάλλοντα συναισθηματισμό της γραφής και τις λοιπές ελλείψεις. Εξάλλου, η ακόρεστη φαντασία και ο λεκτικός πλούτος του συγγραφέα θα κερδίσουν σημαντικό μέρος του αναγνωστικού κοινού.
γράφει ο Γιάννης Καλογερόπουλος, 11 Μαΐου 2023
Πιάνοντας στα χέρια μου το Όλες μας, το τελευταίο λογοτεχνικό έργο του Λύο Καλοβυρνά, είχα ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια, οι προσδοκίες. Από την άλλη, οι επιφυλάξεις. Δεν είναι σπάνια αυτή η κατάσταση εισόδου σ’ ένα βιβλίο, πάντοτε κάτι θα με καλεί και κάτι θα με αποθαρρύνει, η διερεύνηση συμβάλλει τα μέγιστα στη γέννηση της επιθυμίας ανάγνωσης. Εδώ όμως τα πράγματα ήταν κάπως πιο σύνθετα. Και αν οι προσδοκίες μου είχαν, ως συνήθως, να κάνουν με τη, μάλλον αυθαίρετη, σκιαγράφηση ενός ορίζοντα προσδοκιών, μέρος του οποίου απαρτιζόταν από τη λαχτάρα μου να εντοπίζω καλή ελληνική λογοτεχνία και δη με στοιχεία συγχρονίας, οι ισχυρές επιφυλάξεις μου είχαν να κάνουν με την «εκμετάλλευση» της επίκαιρης αντιμετώπισης της πραγματικότητας, τη στιγμή που οι γυναικοκτονίες πληθαίνουν. Φοβόμουν μια στρατευμένη χρήση της ζοφερής αυτής κατάστασης σε βάρος της λογοτεχνίας, την υποψία επιλογής ενός θέματος πιασάρικου σύμφωνου με τα θέλω της αγοράς, την ίδια στιγμή που ήλπιζα στην ανάδειξη μιας ελάχιστα φωτισμένης πλευράς της καθημερινότητας. Αναγνωστική ελπίδα και επιφύλαξη, ταυτόχρονα.
Ένα οικογενειακό δράμα. Η οικογένεια Δέντε, η χήρα μητέρα και οι τρεις κόρες. Η Σία, η μεγάλη, στο κατώφλι των σαράντα, η Νίκη και η Κατερίνα ακολουθούν με διαφορά τριών ετών η μία από την άλλη. Κάθε μια από τις τέσσερις ζει μόνη της, σπάνια βρίσκονται έτσι όπως παλεύουν με τη δύσκολη εξίσωση της καθημερινότητας, βέβαια, αν είχαν την ανάγκη θα τα κατάφερναν ίσως καλύτερα και αυτό είναι κάτι που όσο και αν το αρνούνται το γνωρίζουν καλά. Το γεγονός που πυροδοτεί την πλοκή είναι το αυτοκινητικό ατύχημα της Κατερίνας που τη ρίχνει σε κώμα. Στο νοσοκομείο θα βρεθούν οι δύο αδερφές, στη μητέρα θα το πουν αργότερα, όταν θα έχουν περισσότερα στοιχεία στα χέρια τους, να μην την αναστατώσουν άδικα. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου θα εμφανιστούν και οι δύο αδερφές της μητέρας, με τις οποίες εκείνη δεν διέθετε καλές σχέσεις. Το ατύχημα της Κατερίνας θα λειτουργήσει συνεκτικά σε συναισθηματικό επίπεδο για τις πέντε γυναίκες, έτσι όπως εναλλάσσονται στις βάρδιες στο πλευρό της, όχι άμεσα αλλά εν καιρώ, τη στιγμή που διάφορα σκοτεινά σημεία του παρελθόντος επανέρχονται στο προσκήνιο. Περισσότερα στοιχεία επί της πλοκής δύνανται να λειτουργήσουν ως σπόιλερ, οπότε και θα παραλειφθούν.
Στο Όλες μας, ο Λύο Καλοβυρνάς παίζει ένα διπλό χαρτί, αρκετά φιλόδοξο η αλήθεια είναι, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο της ιστορίας του, επιστρατεύοντας δύο ευρήματα σχετικά πρωτότυπα. Η αφήγηση είναι κυρίως πρωτοπρόσωπη και εναλλάσσεται ανάμεσα στα βασικά πρόσωπα της πλοκής. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης, χωρίς την άμεση παρεμβολή ενός παντογνώστη αφηγητή, παρακολουθεί την προώθηση της πλοκής μέσα από την υποκειμενική ματιά των έξι γυναικών, γεγονός που συμβάλει καθοριστικά στον πλουραλισμό των οπτικών γωνιών θέασης. Τον λόγο, και εδώ εντοπίζεται το αφηγηματικό εύρημα, παίρνει και ο ίδιος ο συγγραφέας σε μια μάλλον μεταμοντέρνα απόφαση, μέσω της οποίας επιχειρεί να ξεναγήσει τον αναγνώστη στα παρασκήνια της γραφής αυτού του μυθιστορήματος, να απαντήσει στο γιατί ένιωθε την ανάγκη να πει αυτή την ιστορία και μάλιστα με τον συγκεκριμένο τρόπο, να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργία μπορεί να λειτουργήσει ως μπούνκερ καταφυγής από την καθημερινότητα, χωρίς όμως να γίνεται μια πλατφόρμα αναχώρησης από αυτή. Την ίδια στιγμή φροντίζει αυτό να μη γίνεται εις βάρος της προώθησης της πλοκής, να μην πετάνε, δηλαδή, οι παρενθέσεις αυτές τον αναγνώστη έξω από το μυθιστόρημα. Στο κείμενο παρεμβάλλονται ονόματα γυναικών-θυμάτων της αντρικής βίας, ως μεσότιτλοι, σαν άλλα εκκλησάκια στην άκρη του δρόμου. Η απόφαση αυτή δεν είναι κενή νοήματος, δεν γίνεται απλώς για να γίνει, αλλά διαθέτει οργανική σχέση με την εξέλιξη της πλοκής, πέρα από τον τεχνικό διαχωρισμό του μυθιστορήματος σε υποκεφάλαια, αλλά και την υποχρέωσή μας στη μνήμη.
Το εύρημα ως προς το περιεχόμενο είναι μεταφυσικού χαρακτήρα και εδώ υπεισέρχεται το κομμάτι των γυναικοκτονιών. Η αποκάλυψή του φέρνει μια ανατροπή στον τρόπο που οι τρεις κόρες αντιλαμβάνονται τα πράγματα και επαναξιολογούν την ως τότε ζωή τους, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει μια περαιτέρω μυθοπλαστική χροιά σ’ ένα αρκετά ρεαλιστικό και οικείο περιβάλλον. Το εύρημα από μόνο του δεν θα ήταν ωστόσο αρκετό. Ευτυχώς, δεν βαραίνει τις πλάτες του συγγραφέα, δεν τον εγκλωβίζει. Ο Καλοβυρνάς δεν έχει απλώς μια πρωτότυπη ιδέα, αλλά τη δαμάζει και την καθιστά λειτουργική καθώς τη χρησιμοποιεί με έναν έξυπνο και χρηστικό τρόπο στις υπηρεσίες της αφήγησης. Έτσι, η ιδέα αυτή αναδεικνύεται κατά μήκος της αφηγηματικής διαδρομής και δεν αναλώνεται σε μια στιγμιαία λάμψη, καίτοι εντυπωσιακή, σαν άλλο πυροτέχνημα. Ο Καλοβυρνάς δεν χρησιμοποιεί το πρωτότυπο αυτό εύρημα μόνο για να προσδώσει ενδιαφέρον στην πλοκή ή για να εντυπωσιάσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη, παρότι πετυχαίνει και τα δύο, αλλά το χρησιμοποιεί και ως όχημα διερεύνησης της αντίδρασης απέναντι στη βία ενάντια στις γυναίκες, τι θα συνέβαινε, μοιάζει να αναρωτιέται, αν ο συσχετισμός δυνάμεων μεταβαλλόταν; Θα ήταν αυτό από μόνο του αρκετό για έναν συνολικά καλύτερο κόσμο;
Το διπλό αυτό χαρτί, λοιπόν, που παίζει ο Καλοβυρνάς στέφεται με επιτυχία. Το Όλες μας δεν λειτουργεί μονοδιάστατα, δεν εγκλωβίζεται ούτε στο θέμα του ούτε στην πρωτοτυπία της αφήγησης και του περιεχομένου. Είναι μια σύγχρονη ιστορία που διαθέτει εμφανείς λογοτεχνικές αρετές στην κατασκευή της και δεν αναλώνεται στη δεδομένη, αν και ακούσια, επίκληση στο συναίσθημα. Και, παρότι δεν μπορώ να πω περισσότερα, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο συγγραφέας ξέρει πώς να κλείσει την ιστορία του. Τα ευρήματα δεν αποτελούν τροχοπέδη στο μυθιστόρημα αυτό. Όπως τροχοπέδη δεν αποτελεί και η επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα ως ψυχοθεραπευτή, αλλά αντίθετα είναι κάτι που λειτουργεί αναφανδόν υπέρ του μυθιστορήματος, κυρίως όσον αφορά το χτίσιμο των χαρακτήρων, την ανάδειξη των αντιφάσεων, τη διαχείριση της πρώτης ύλης από την οποία είναι φτιαγμένοι, τη στάση απέναντι στις απαιτήσεις της καθημερινότητας και την ικανότητα της μεταμόρφωσης όταν η εν πολλοίς δεδομένη πραγματικότητα ανατρέπεται. Η ιδιότητά του αυτή του χρησιμεύει και στην προσωπική ανάμειξή του στην ιστορία, στις παρενθέσεις του προσωπικού βιώματος, και της εμπλοκής του με τη διαδικασία της γραφής, που αποτελούν και το αλατοπίπερο αυτού του μυθιστορήματος.
Οι προσδοκίες υπερκεράστηκαν, οι επιφυλάξεις σίγησαν. Το Όλες μας αποδείχτηκε ένα πολύ καλό μυθιστόρημα.
Γυναικείες μοίρες, άνωθεν, έξωθεν, ένδοθεν
γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, 22 Ιουνίου 2023
Το #Metoo γεννά προβληματισμούς, αναθεωρήσεις, επανακαθορισμούς, ανακατατάξεις. Γεννά όμως και λογοτεχνία, που κληρονομεί τη γυναικεία ματιά, τις φεμινιστικές ανησυχίες και το πλαίσιο των Σπουδών φύλου, για να αναδείξει τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη εποχή και τις πιέσεις που αυτή δέχεται στον καθημερινό της στίβο.
Το παράξενο και πρωτότυπο μυθιστόρημα του Λυό Καλοβυρνά θέτει την αιχμή του διαβήτη του στο αυτοκινητικό δυστύχημα που συνέβη στη μικρότερη από τις τρεις αδελφές, την όμορφη Κατερίνα. Κι όσο αυτή βρίσκεται σε κώμα, οι δύο άλλες, η μεγάλη συντηρητική Σία, που είναι διευθύντρια σχολείου, και η μεσαία ανασφαλής Νίκη, που τα έχει πέντε χρόνια με τον Γιώργο και μένει έγκυος, αιωρούνται γύρω της, προσπαθώντας να επανακαθορίσουν τόσο τις μεταξύ τους σχέσεις, όσο και τις σχέσεις τους με τους άντρες αλλά και τη μητέρα τους. Το επίπεδο των τριών αδελφών συναντά έτσι το επίπεδο της μάνας και των δύο της αδελφών, οι οποίες δεν μιλιούνταν μ’ αυτήν για τριάντα χρόνια. Εντέλει αποκαλύπτεται ότι ένα (υπερφυσικής υφής) μυστικό χαράζει οριζόντια και κάθετα τη μοίρα των έξι γυναικών…
Θα επανέλθω στο ενδοκειμενικό πλαίσιο, αφού πρώτα επισημάνω τους «οφθαλμούς-εμβόλια» από τις σύγχρονες γυναικοκτονίες, με τα οποία ο αφηγητής μπολιάζει την αφήγησή του. Ονόματα γυναικών, ηλικία, τόποι και ημερομηνίες δολοφονίας τους εντίθενται αυθαίρετα και ασύνδετα μέσα στην ιστορία-κορμό, ονόματα πραγματικών γυναικών που έπεσαν θύματα έμφυλης βίας. Η παρουσία τους μέσα στο μυθιστόρημα υποβάλλει συνεχώς και αδιαλείπτως την αίσθηση της γυναικείας αδυναμίας μπροστά στην ανδρική οργή και επιθετικότητα.
Τελικά οι τρεις αδελφές και οι τρεις «προγόνισσες» (συν η γιαγιά Κατερίνα) εμπλέκονται σε ένα κληρονομικό δίκτυο που τις εξοπλίζει με υπερφυσικές δυνάμεις, ώστε να μπορούν να παρεμβαίνουν μέσα στον ονειροχώρο και να βοηθούν ανυπεράσπιστες γυναίκες, που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Η βοήθειά τους έγκειται στη δολοφονική εξόντωση του θύτη-άνδρα, χωρίς να αφήσουν ίχνη, πράξη που οδηγεί στην απελευθέρωση του θύματος, και την οικονομική του ενίσχυση, ώστε να μπορέσει να στηριχτεί στα πόδια του.
Η συμπάθεια του αφηγητή προς τα θύματα –αφηγητή που εμφανίζεται με το όνομα του συγγραφέα Λυό και αποκαλύπτει τις σκέψεις του αλλά και την πορεία δημιουργίας του βιβλίου– τον κάνει να επιλέξει ένα είδος συλλογικού Ρομπέν των Δασών που επεμβαίνει και βοηθά τις ανήμπορες γυναίκες. Σε έναν κόσμο άδικο και άνισο, μια υπερφυσική δύναμη θα ήταν η καταλληλότερη να διασαλεύσει την ανδρική υπεροχή και να σώσει τη γυναίκα. Μέσο που επιλέγεται (αναγκαστικά;) είναι η βία και δη η θανάτωση όποιου κατ’ επανάληψη βιαιοπραγεί, κακοποιεί, βιάζει. Η εγγενής αδικία της ανδροκρατούμενης κοινωνίας έρχεται αντιμέτωπη με τη δυναμική του γυναικοκρατούμενου ονείρου, όπου τρεις εκπρόσωποι του είδους της superwoman εμφανίζονται και απονέμουν δικαιοσύνη.
Το καλογραμμένο αυτό μυθιστόρημα του Λυό Καλοβυρνά (τόσο γλωσσικά όσο και δομικά, με μια άξια λόγου πολυφωνικότητα) ορθώνει μια υπερφυσική λογική, σαν να ομολογεί ότι η κοινωνία μας δεν μπορεί να εκπολιτιστεί με την εξέλιξη του ανθρώπου, ότι ο άνδρας δεν θα αλλάξει ποτέ και ότι η γυναίκα θα μένει πάντα υπό! Αυτό για να αλλάξει, θα χρειαστεί μια από μηχανής δύναμη – και μάλιστα η δέουσα λύση είναι ο θάνατος του άνδρα θύτη. Απέναντι στα εγγενή προβλήματα της κοινωνίας, το βιβλίο προβάλλει τη βία ως διέξοδο, προτείνει μια οπισθοδρόμηση στις κατακτήσεις του πολιτισμού, ώστε απέναντι στη μυϊκή δύναμη του άνδρα να εγερθεί η υπερφυσική δύναμη της γυναίκας. Το θέμα, λοιπόν, είναι ποια δύναμη θα επικρατήσει, ποιο φύλο θα έχει το πάνω χέρι. Ο προβληματικός χαρακτήρας μιας τέτοιας προοπτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, εμφανής.
Από την άλλη, οι χαρακτήρες, οι γυναικείοι φυσικά, δεν έχουν βάθος, δεν ζυμώνουν μέσα τους τα θέματα που ανακύπτουν και γι’ αυτό οι αντιδράσεις τους δεν εξηγούνται πάντα ψυχολογικά και πειστικά. Οι αποφάσεις παίρνονται μετά από εξωτερικές συγκρούσεις, αλλά δεν φαίνεται η ένταση, η εσωτερική ένταση, που τις δρομολογεί. Έτσι, μένουμε στη διαμάχη των δύο φύλων, στη διαπάλη ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό, αλλά δεν αναδεικνύεται η τραγικότητα των επιλογών.
Αν το έργο δεν κατέφευγε σε μια «εξ ανάγκης» υπερφυσική επιβολή και μετέτρεπε το όλο πρόβλημα σε τραγωδία, όπου οι διάφορες λύσεις συγκρούονται μέσα στις ηρωίδες, τότε θα μιλούσαμε άνετα για ένα κείμενο που αναδεικνύει άρτια τους προβληματισμούς της εποχής μας. Επειδή, όμως, χρέος του κριτικού δεν είναι να προτείνει εναλλακτικές, αλλά να σταθμίζει τα συν και τα πλην των υφιστάμενων επιλογών, οφείλω κι εγώ να τονίσω ότι πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα πρόταση, που δεν φτάνει στην ανώτερη δυνατή μορφή της
γράφει η Δέσποινα Παπαστάθη
Λέλα, 41 χρόνων (6 Ιανουαρίου 2016, Ορμυλία)
Ναταλία, 33 χρόνων (29 Νοεμβρίου 2013, Πάτρα)
Καρολάιν, 20 χρόνων (11 Μαΐου 2021, Γλυκά Νερά)
Τζούλια, 24 χρόνων (13 Δεκεμβρίου 2011, Πάφος)
Μόνικα, 25 χρόνων (10 Αυγούστου 2013, Θεσσαλονίκη)
Άντα, 25 χρόνων (3 Αυγούστου 2008, Σαντορίνη)
Γαρυφαλλιά, 26 χρόνων (16 Ιουλίου 2021, Φολέγανδρος)
και δεκάδες άλλες δολοφονημένες κόρες, «γυναίκες που το μόνο που έκαναν ήταν να είναι γυναίκες», πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα του Λύο Καλοβυρνάς με τίτλο Όλες μας, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg (Αθήνα 2023). Ο Καλοβυρνάς, ψυχοθεραπευτής, σύμβουλος σχέσεων, ευρηματικός –όπως αποδεικνύεται από το ανά χείρας μυθιστόρημα– συγγραφέας και μεταφραστής, γράφει, σβήνει και ξαναγράφει, ξεκινώντας το φθινόπωρο του 2010, ένα μυθιστόρημα για τις γυναίκες που η ζωή τους μετριέται σε ώρες, λεπτά θιγμένης πατριαρχίας, για τα αγόρια που εγκλωβίζονται, περιορίζονται στο πολύ στενό, πολύ σκληρό, «συρματοπλεγμένο σύνορο που χωρίζει επί ποινή κοινωνικού θανάτου τα δύο φύλα», για τη βία προς του άλλους, προς τον εαυτό, ως το πλέον ισχυρό πειστήριο της επιβολής του άντρα, για τη δύναμη των γυναικών να αλληλοβοηθιούνται όταν κινδυνεύουν, για την ακανθώδη συχνά πορεία προς τη συνειδητοποίηση και την έσω και έξω αποδοχή της έμφυλης ταυτότητας του ατόμου, αλλά και για τη βάσανο της γραφής και τη πολυτάραχη σχέση συγγραφέα-αναγνώστη.
Ιστορίες της καθημερινότητας, που υιοθετούν και συνάμα απορρίπτουν τις συμβάσεις του ρεαλισμού, ιστορίες της κοινής πείρας που κατακλύζουν την ειδησεογραφία βρίσκονται στον πυρήνα του μυθιστορήματος. Η αφήγηση ξεκινά μια Τρίτη πρωί με την Κατερίνα Δέντε, τη μικρότερη από τις τρεις κόρες της Καίτης Δέντε, να βλαστημάει στην είσοδο της πολυκατοικίας της γιατί ξέχασε το κινητό στο διαμέρισμα και θα καθυστερήσει στη δουλειά της, να σκέφτεται τον σύντροφό της Θέμη που για πολλοστή φορά της έχει πει ψέματα, να μπαίνει στο λευκό Σμαρτ της και μετά …μόνο μαύρο. Το τροχαίο ατύχημα που θα οδηγήσει την Κατερίνα στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, θα αποτελέσει την αρχή για να (ανα)γνωριστούν μεταξύ τους, ουσιαστικά και σε βάθος, οι τρεις αδερφές -Σία, Νίκη και Κατερίνα- και για να αποκαλυφθεί το φοβερό μυστικό που κρύβει η μητέρα τους μαζί με τις δικές της αδερφές, την Κατίνα και τη Κάθυ. Το αιματηρό παρελθόν της οικογένειας, ξεδιπλώνεται με όρους νουάρ και συνάμα μαγικού ρεαλισμού. Ο συγγραφέας ανιχνεύει τις αδιόρατες όψεις της πραγματικότητας, μέσω μιας πολυφωνικής αφήγησης που μας φέρνει αντιμέτωπους με τη σκληρότητα της βίας κατά των γυναικών, εγκιβωτίζοντας το δράμα γυναικών που βιάζονται, εξευτελίζονται, ξυλοκοπούνται, δολοφονούνται. Ο Καλοβυρνάς διακόπτει τη ροή της αφήγησης με αναφορές σε γυναίκες που απασχόλησαν την ειδησεογραφία -άλλοτε επώνυμα, άλλοτε ανώνυμα- με το φριχτό τέλος τους. Καθένα από αυτά τα ονόματα, της Καρολάιν, της Γαρυφαλλιάς, της Μόνικας και τόσων άλλων, φέρει τη δική του τραγική ιστορία, συμπλέκοντας πολλαπλές αφηγήσεις στον κύριο αφηγηματικό ιστό του μυθιστορήματος. Οι ποικίλοι αφηγηματικοί χρόνοι και τόποι, οι προλήψεις και οι αναλήψεις, η πολυφωνία και η πολυπροσωπία σε συνδυασμό με τον αυτοβιογραφικό λόγο είναι οι αρετές και ίσως και η δυσκολία του μυθιστορήματος αυτού, του οποίου ο αναγνώστης δεν αρκεί να είναι απλώς επαρκής.
Η δικαίωση, «το γαργαλιστικό συναίσθημα ηθικής ικανοποίησης που απλώνεται στο στήθος σου» είναι το διαρκώς ζητούμενο στο μυθιστόρημα του Καλοβυρνάς, μια δικαίωση που επιτυγχάνεται, ωστόσο, έστω και σε επίπεδο ονειρικό και φανταστικό, μέσω της βίας κατά του θύτη. Στην ερώτηση «πως σταματάς τη βία», παρά το γεγονός πως οι μυθιστορηματικές ηρωίδες επιλέγουν ως απάντηση «με βία», ο συγγραφέας-αφηγητής σε μια από τις πολλές αυτοβιογραφικές αποστροφές απαντά με θάρρος και περίσσια ανθρωπιά πως
«Για μένα όμως η βία είναι αλλιώς. Το σώμα μου θυμάται τη βία που έχει εισπράξει επειδή είμαι αδερφή. Αρνούμαι να περάσω στην αντίπερα όχθη, αλλά ταυτόχρονα ξέρω καλά ότι ίσως και να χρειαζόταν, σε εξαιρετικές συνθήκες».
Ο μόνος τρόπος για να ξορκίσεις την έμφυλη βία, να την καταπολεμήσεις στη ρίζα της και όχι απλώς να κόβεις τα κεφάλια της που φυτρώνουν ξανά και ξανά είναι «με υποτροφίες και εκπαιδευτικά προγράμματα, σεμινάρια και εκδόσεις, διαφημιστικές καμπάνιες και φυλλάδια, χρηματοδότηση ταινιών και σειρών». Αν και φαντάζει σχέδιο αφελές ή υπεραισιόδοξο κλείνει το μυθιστόρημα, που μετεωρίζεται ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, όχι με μια σαγηνευτική λογοτεχνική πιρουέτα, αλλά με τις αρχές και τις επιταγές του ρεαλισμού.