Αν ανήκεις στο 99% του ανθρώπινου πληθυσμού, χρειάζεται να δουλεύεις για να επιβιώνεις. Και τώρα και από πάντα. Το πώς δουλεύουμε, όμως, δεν είναι διαχρονικό. Από τους δουλοπάροικους του Μεσαίωνα, τα κλειστά συνάφια και τις επταετείς μαθητείες της Αναγέννησης μέχρι τους πρώτους εργάτες στη Black Country της Αγγλίας στις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης κι από κει στις αιματηρές εργατικές απεργίες και τα πρώτα εργατικά συνδικάτα έως τη σημερινή απελευθερωμένη (= ανεξέλεγκτη) gig economy και τα ρεπό αντί για μισθό τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο πολύ, που η έννοια «εργασία» διαφοροποιείται μέσα στον χρόνο όσο ένα διαστημόπλοιο από ένα άροτρο. Πράγματα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα (ωράριο, πενθήμερη εργασία, άδειες μετ’ αποδοχών, άδειες ασθένειας, δικαίωμα ν’ απεργούμε, να παραιτούμαστε κοκ) δεν είναι ούτε αυτονόητα ούτε κεκτημένα δια παντός. Παραμένουν πολιτισμικές κατακτήσεις, που χρειάζονται υπεράσπιση, συντήρηση και βελτίωση. Διότι αν ένα πράγμα έχει παραμείνει απολύτως διαχρονικό στον τομέα που ονομάζεται εργασία είναι ότι ο εργαζόμενος και ο εργοδότης έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα.
Και ξάφνου το 2022, εμφανίζεται το Quiet Quitting ή Σιωπηρή Παραίτηση. Τι ’ν’ αυτό; Είναι η εργαζόμενη να μη βροντάει μια ξαφνική παραίτηση αλλά να κάνει μόνο ακριβώς αυτά που ορίζει η θέση της, τίποτα παραπάνω. Ούτε απλήρωτες υπερωρίες, ούτε να βάζει πλάτες όταν πέφτει πολλή δουλειά, ούτε ν’ αναλαμβάνει καθήκοντα που δεν εντάσσονται ρητά στην περιγραφή έργου γιατί ποιος άλλος θα τα κάνει, βάλε ένα χεράκι τώρα, ούτε ν’ απαντάει ημέιλ το Σ/Κ, ούτε να κάνει εξυπηρετήσεις, ούτε να ξεχειλώνει το ωράριο, ούτε τίποτα απ’ όλες αυτές τις έκτακτες (που μόνο έκτακτες δεν είναι τελικά) εργασιακές επιβαρύνσεις. Στόχος της σιωπηρής παραίτησης είναι ο εργαζόμενος να προστατέψει την ψυχική και σωματική υγεία του και να δώσει προτεραιότητα και αξία στην υπόλοιπη ζωή του εκτός εργασίας. Ένας εξίσου σημαντικός στόχος είναι αυτός της δικαιοσύνης: να νιώθει ότι δεν τον εκμεταλλεύονται ελεεινά, αλλά ότι δουλεύει σε αντιστοιχία με τον (πενιχρό) μισθό του. Δηλαδή, αν πληρώνομαι 400 ευρώ θα δουλεύω όσο αξίζουν τα 400 ευρώ όχι λες και πληρώνομαι 1000. Ή αν πληρώνομαι 1000, να τηρώ το 8ωρο κι όχι 12ωρα. Οι υπέρμαχοι της Σιωπηρής Παραίτησης το αποκαλούν δούλεψε με βάση τον μισθό σου (act your wage).
Για πολλές δεκαετίες είχε αναχθεί σε αυτονόητη αξία το να τα δίνουμε όλα στη δουλειά για να σκαρφαλώσουμε όσο πιο ψηλά γίνεται στην ιεραρχία, να πετύχουμε, ν’ αναγνωριστούμε, να βγάλουμε χοντρά λεφτά, για ν’ αγοράζουμε ακριβά σύμβολα κοινωνικής καταξίωσης. Αντλούσαμε αναγνώριση απ’ τους άλλους αλλά και μια καλή αυτοεικόνα όταν γινόμασταν σκυλιά στη δουλειά και βάζαμε την εργασία πρώτα απ’ όλα στη ζωή. Το να είσαι εργασιομανής ήταν παράσημο, όχι ντροπή.
Όμως ήρθαν οι οικονομικές κρίσεις, ήρθε και η καραντίνα και πάρα πολλοί εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες του κόσμου συνειδητοποίησαν πόσο αναλώσιμοι ήταν. Κατάλαβαν ότι δεν πα’ να δουλεύουν μέρα νύχτα είτε ως εργάτες είτε ως στελέχη δεν πρόκειται ποτέ ν’ αποκομίσουν τα οφέλη που τους είχαν υποσχεθεί. Ακόμα και με 12ωρα στη δουλειά, τα χρήματα που έπαιρναν μόλις και μετά βίας έφταναν για να καλύψουν βασικά έξοδα. Σε αντίθεση με τη γενιά των μπούμερ, όταν με ένα μισθό ο πάτερ φαμίλιας μπορούσε να θρέφει ολόκληρη οικογένεια και ν’ αγοράσει και σπίτι, τώρα δυο μισθοί φουλτάιμ και ίσως και δύο παρτάιμ δεν φτάνουν όχι για ν’ αγοράσουμε σπίτι, αλλά ούτε τον μήνα να βγάλουμε αξιοπρεπώς. Όσο και ν’ αφοσιωθούμε στη δουλειά, οι περισσότερες από μας δεν θα δούμε τον μόχθο μας να φέρνει καρπούς.
Πολλοί άνθρωποι έχουν απογοητευτεί γενικά από την εργασιακή ζωή και ειδικά από τον αηδιαστικό τρόπο που η πλειονότητα των εργοδοτών φέρεται στους εργαζομένους. Κι έτσι οι εργαζόμενοι άρχισαν να αποεπενδύουν: θα δουλεύω επειδή έχω ανάγκη αλλά θα κάνω τα ελάχιστα απαραίτητα. Δεν θα βάζω πλάτες με μισθούς πείνας για να εξυπηρετήσω το αφεντικό που στραγγίζει τους εργαζομένους του επειδή δεν θέλει να προσλάβει το απαραίτητο προσωπικό. Δεν θα απαντάω σε ημέιλ στον προσωπικό μου χρόνο, ούτε θα κάθομαι παραπάνω ώρες επειδή έπεσε δουλειά. Αν στα 80ς έβγαζε νόημα να σκοτώνομαι στη δουλειά γιατί θα έπαιρνα κοινωνική αξία και χοντρά λεφτά, τώρα το να σκοτώνομαι στη δουλειά δεν έχει πια κανένα νόημα. Εκτός αν η δουλειά μου μου αποφέρει ηθική ανταμοιβή, πράγμα καθόλου μα καθόλου δεδομένο ή ρεαλιστικό για πολύ κόσμο. Είναι παιδιάστικο να πιστεύουμε ότι όλες μας κάποια στιγμή θα κάνουμε τη δουλειά των ονείρων μας, μια δουλειά που μας γεμίζει. Όχι! Πολλοί από μας θα δουλεύουμε σε δουλειές που μας αφήνουν λίγο ως πολύ αδιάφορους, ελπίζοντας είτε οι απολαβές ν’ αξίζουν την πλήξη μας είτε το εργασιακό περιβάλλον να είναι αρκούντως ανθρώπινο.
Όμως ο ίδιος ο όρος Σιωπηρή Παραίτηση είναι εξόχως προβληματικός. Από πότε το να κάνω κανονικά τη δουλειά μου χωρίς τις έξτρα απλήρωτες επιβαρύνσεις θεωρείται παραίτηση; Πότε αποφασίσαμε ότι το να είμαι εργαζόμενη σημαίνει να είμαι σκλάβα των παράλογων απαιτήσεων της εργοδοσίας; Όπως και άλλοι στοχαστές έχουν παρατηρήσει, εκτός από τη Σιωπηρή Παραίτηση πρέπει να μιλάμε και για τη Σιωπηρή Απόλυση: όταν μια εργοδότρια δίνει μισθούς πείνας, παρέχει άθλιες εργασιακές συνθήκες και φέρεται άσχημα στους εργαζομένους της, είναι σαν να δηλώνει ότι δεν έχουν καμία αξία, η ίδια η δουλειά τους δεν έχει καμία αξία· στην ουσία τους απολύει. Οι εργαζόμενοι έχουν πια καταλάβει τι παίζει και συμπεριφέρονται ανάλογα. Αν είναι να δουλεύω σε μια σκατένια δουλειά, είναι ηθικό να κάνω σκατά δουλειά.
Είναι πολύ συχνό φαινόμενο οι εργοδότες να ασκούν συναισθηματικούς εκβιασμούς και χειρισμούς στο προσωπικό τους: είμαστε οικογένεια σ’ αυτή την επιχείρηση (ναι, ένας κακοποιητικός γονιός που γαμάει τα παιδιά του)· βάλε πλάτες τώρα που είναι δύσκολα τα πράγματα και μετά θα σε ανταμείψουμε (πιο σπάνιο κι από το Γέτι των Ιμαλαΐων). Το μεγαλύτερο εμπόδιο, ωστόσο, είναι η ίδια ανθρώπινη ψυχολογία των εργαζομένων. Οι περισσότερες από μας συχνά δυσκολευόμαστε να βάλουμε όρια σε ασύδοτους, ασυνείδητους εργοδότες. Από φιλότιμο, από ευσυνειδησία ή από απλή ανθρώπινη διάθεση να βοηθήσουμε, κάνουμε το παραπάνω, χωρίς αυτό να αναγνωρίζεται ποτέ πραγματικά (σε χρόνο ή χρήμα, ενίοτε ούτε καν σε λόγια, αφού το παραπάνω έχει καταλήξει να θεωρείται αυτονόητο).
Η εργασιακή ζωή είναι μια ζούγκλα. Πάντα ήταν. Για να επιβιώσουμε σε μια ζούγκλα, κάποια ζωάκια βγάζουμε κοφτερά νύχια και δόντια. Άλλα ζωάκια, με λιγότερες δυνάμεις (δηλαδή, πιο ευάλωτα, όπως φτωχότεροι, κοινωνικά μη προνομιούχοι εργαζόμενοι) χρειάζεται να αναπτύξουμε άλλες τακτικές επιβίωσης, όπως το να λουφάρουμε, να προσποιούμαστε ότι εργαζόμαστε, να υπεκφεύγουμε, να λέμε ψέματα, να κοροϊδεύουμε, να λέμε «ναι» αλλά να μην κάνουμε τίποτα. Ή να κάνουμε τα απολύτως τα απαραίτητα. Να παραιτούμαστε σιωπηλά επειδή μας απολύουν σιωπηλά.