Skip to main content

Ακούμε συνεχώς ιερεμιάδες ότι οι νέες γυναίκες δεν κάνουν παιδιά κι η πατρίδα απειλείται από την υπογεννητικότητα. «Γεννάτε γιατί χανόμαστε!» φρίττουν διάφοροι, απαιτώντας από τις γυναίκες να λειτουργήσουν ως ιμάντας παραγωγής παιδιών για όφελος του απειλούμενου έθνους[1].

Γιατί όντως κάνουμε πολύ λιγότερα ή καθόλου παιδιά απ’ ό,τι παλιότερα; Ξανά και ξανά, βγαίνουν ειδικοί τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες με πολύ χαμηλές γεννήσεις (Ιταλία, Νότια Κορέα, Γερμανία) αναφέροντας ως βασική εξήγηση το αβάσταχτο οικονομικό κόστος του να μεγαλώνεις παιδιά. Πράγματι, το πόσο κοστίζει να μεγαλώσεις ένα παιδί παίζει μεγάλο ρόλο και πολλά ζευγάρια ή επίδοξοι μονογονείς το αναφέρουν ως βασικό εμπόδιο.

Κάνουμε λιγότερα παιδιά γιατί μπορούμε

Όμως δεν είναι μόνο οικονομικό το θέμα. Υπάρχουν δύο ακόμη διαστάσεις που εξηγούν γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι, και ειδικά οι γυναίκες, κάνουν λιγότερα ή καθόλου παιδιά. Η πρώτη παράμετρος είναι ότι πλέον το να μην κάνουμε παιδιά είναι ένας βιώσιμος τρόπος ζωής. Μέχρι σχετικά πρόσφατα στην ιστορία της ανθρωπότητας, η ατεκνία δεν υπήρχε σαν επιλογή για κανέναν, με μοναδική εξαίρεση πολύ συγκεκριμένες πληθυσμιακές υποομάδες, συνήθως για θρησκευτικούς λόγους. Κανείς δεν επέλεγε την ατεκνία, την πάθαινε. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας Τιμ Κράιντερ: «Ο τελευταίος αιώνας είναι ο πρώτος στην Ιστορία που ένα ευμέγεθες ποσοστό του ανθρώπινου είδους αποπειράθηκε να ζήσει χωρίς αυταπάτες αιωνιότητας· ήταν επίσης η πρώτη φορά που σημαντικός αριθμός ατόμων οικειοθελώς αποκήρυξε την αναπαραγωγή και εγκατέλειψε την ψευδή παρηγοριά των απογόνων. Το να μην κάνουμε παιδιά κατέστη βιώσιμη επιλογή τόσο ιατρικά όσο και κοινωνικά πάρα πολύ πρόσφατα, μόλις τα τελευταία πενήντα χρόνια. Προηγουμένως, η ατεκνία θεωρούταν προσωπική τραγωδία· οι μόνοι άνθρωποι που την επέλεγαν οικειοθελώς ήταν οι κληρικοί, οι οποίοι, θεωρητικά, μετουσίωναν την ερωτική επιθυμία σε θρησκεία. Εμείς οι άτεκνοι αποτελούμε ένα πείραμα άνευ προηγουμένου στην ανθρώπινη ιστορία» (Daum 2015).

Με λίγα λόγια, όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν κάνουμε παιδιά επειδή πλέον αυτό είναι δυνατό. Δεν κινδυνεύουμε με κοινωνικό εξοστρακισμό, ούτε χρειάζεται να χρησιμοποιούμε τους απογόνους μας ως μοναδικό μέσο φροντίδας και προστασίας στα γεράματά μας, όπως σε παλαιότερες εποχές. Ειδικά δε όσον αφορά τις γυναίκες, όλο και περισσότερες έχουν εδώ και κάποιες δεκαετίες τη δυνατότητα να αυτοπραγματώνονται και σε άλλους τομείς πλην από αυτόν της μητρότητας. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός σε όλες τις χώρες παγκοσμίως ότι όσο αυξάνεται το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο των γυναικών, τόσο λιγότερα παιδιά κάνουν Αυτό φυσικά εξηγείται από το ότι για πολλές γυναίκες πλέον η τεκνοποίηση δεν είναι υποχρεωτικός μονόδρομος αλλά μία μεταξύ πολλών βιώσιμων και ενδιαφερουσών επιλογών (Καλοβυρνάς 2022). «Οι γυναίκες με την υψηλότερη μόρφωση κάνουν τα λιγότερα παιδιά, αλλά ακόμα και το να μάθει γράμματα μια γυναίκα επιδρά στο ποσοστό γεννήσεων – όσο περισσότερος αλφαβητισμός, τόσο λιγότερα παιδιά. Με λίγα λόγια, μόλις οι γυναίκες αποκτούν κριτικές δεξιότητες κι αρχίζουν να ζυγίζουν τις επιλογές τους, γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δεν είναι αρκετή αποζημίωση για τον μόχθο τους» (Daum 2015).

Επίσης, όσες γυναίκες επιλέγουν να κάνουν παιδιά, τα κάνουν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία. Η μέση ηλικία στην οποία κάνουν το πρώτο παιδί παρουσιάζει σταθερή άνοδο σε όλες τις προηγμένες χώρες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα σε μόλις δεκαεφτά χρόνια (2001-2018), το ποσοστό των γυναικών που γέννησαν στην ηλικία 35-39 αυξήθηκε κατά 61,1%, από 0,18 σε 0,29. Εν αντιθέσει, την ίδια περίοδο, το ποσοστό γυναικών ηλικίας 20-24 που γέννησαν μειώθηκε κατά 31% από 0,29 σε 0,20 (Eurostat).

Ωστόσο στο συγκεκριμένο άρθρο θέλω να θίξω έναν πρόσθετο λόγο που πολλοί άνθρωποι κάνουν λιγότερα (ή καθόλου) παιδιά. Αυτός ο λόγος δεν έχει να κάνει ούτε με την οικονομική επιβάρυνση της τεκνοποίησης ούτε με τη μεγαλύτερη ελευθερία των γυναικών. Έχει να κάνει με τα ίδια τα παιδιά και την αξία τους. Τα παιδιά σήμερα αξίζουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν (Zelizer 1985).

Ποια είναι η αξία ενός παιδιού;

Γιατί κάνουμε παιδιά; Η απάντηση δεν είναι η ίδια σε όλες τις εποχές και τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Αντιθέτως, εξαρτάται από την αξία που αποδίδουμε στα παιδιά και τις προσδοκίες που έχουμε από αυτά. Συνοπτικά, υπάρχουν τρεις λόγοι που κάνουμε παιδιά: α) υλικο-οικονομικοί: τα παιδιά ως βοηθοί και υλικός πόρος των γονέων, τόσο όσο είναι μικρά (εργατικά χέρια) όσο και όταν μεγαλώσουν (γηροκόμηση)· β) ψυχολογικο-συναισθηματικοί: τα παιδιά δεν θεωρούνται υλικός πόρος, αντιθέτως στοιχίζουν οικονομικά, ωστόσο προσφέρουν στους γονείς τους ψυχολογικά οφέλη: χαρά, συντροφιά, ψυχαγωγία, περηφάνια, συναισθηματική κάλυψη κτλ. (Fawcett, 1983· Kagitcibasi, 1982, 2007· Trommsdorff & Nauck, 2005, στο Kagitcibasi & Ataca 2015) και γ) κοινωνικο-παραδοσιακοί: τα παιδιά είναι απαραίτητα για λόγους κοινωνικής αποδοχής και τήρησης των παραδόσεων (συνέχιση ονόματος, να μη θεωρηθεί το ζευγάρι αποτυχημένο στη ζωή). Για προφανείς λόγους, αλλά και βάσει ερευνών, όσο πιο παραδοσιακή ή/και φτωχή είναι μία χώρα, τόσο πιο αυξημένη είναι η εννοιολόγηση των παιδιών με όρους υλικο-οικονομικούς & κοινωνικο-παραδοσιακούς (Kagitcibasi & Ataca 2015). Αντιθέτως, όσο πιο πλούσια γίνεται μια χώρα και όσο ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο, οι άνθρωποι κάνουν παιδιά κυρίως για λόγους ψυχολογικο-συναισθηματικούς.

Παλαιότερα, η παιδική ζωή δεν είχε τόσο μεγάλη αξία όσο σήμερα, πρωτίστως λόγω της δυσθεώρητης παιδικής θνησιμότητας: Πριν από διακόσια χρόνια, η βρεφική θνησιμότητα ήταν γύρω στο 200‰, ενώ μέσα σε πενήντα χρόνια στην Ευρώπη (1950-1992) έπεσε από 70‰ σε μόλις 7‰. Ειδικά στη χώρα μας, η βρεφική θνησιμότητα μειώθηκε κατακόρυφα: από 48 θανάτους στις 1000 γεννήσεις το 1950 σε 8,2 θανάτους το 1990 και σε μόλις 3,6 το 2020.

Παρότι οι γονείς σίγουρα δεν αδιαφορούσαν παντελώς για τα παιδιά τους, εξίσου σίγουρα δεν επένδυαν τόσο πολύ συναισθηματικά σε αυτά όσο στη σύγχρονη εποχή. Σε παλαιότερες εποχές, τα παιδιά δεν γίνονταν αντιληπτά όπως σήμερα. Η ιδέα ότι τα παιδιά δεν είναι μικρογραφίες των ενηλίκων ή ακατέργαστοι ημιάγριοι αλλά χρειάζονται ειδική μέριμνα και φροντίδα είναι σχετικά πρόσφατη. Η ιδέα ότι τα παιδιά είναι αθώες ψυχούλες, που χρειάζονται ειδική μέριμνα οφείλεται κατά κύριο λόγο στον Ζαν Ζακ Ρουσώ και το εξαιρετικά επιδραστικό βιβλίο του Εμίλ ή περί εκπαίδευσης (1762). Σε συνδυασμό με τη νέα επιστήμη της ψυχολογίας, από τον 19ο αιώνα και κυρίως κατά τον 20ο, τόσο οι γονείς όσο και το κράτος πρόνοιας, που είχε αρχίσει να δημιουργείται, έπαψαν να περιορίζουν την ανατροφή των παιδιών αποκλειστικά με στόχο τη δημιουργία χρήσιμων και παραγωγικών πολιτών και στρατιωτών και σταδιακά άρχισαν να ενδιαφέρονται για τα ίδια τα παιδιά και την ευζωία τους. Δεν συμφωνώ πλήρως με τα επιχειρήματα ιστορικών όπως ο Χιου Κάνινγχαμ και ο Φιλίπ Αριές ότι η παιδική ηλικία επινοήθηκε μετά την Αναγέννηση, ωστόσο η παιδική ηλικία με την έννοια που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα στον δυτικό κόσμο είναι πράγματι πολύ πρόσφατη και ούτε διαχρονική ούτε παγκόσμια.

Οι μεγαλύτερες/οι αναγνώστ(ρι)ες θα θυμούνται ότι τις δεκαετίες του 60, 70 και 80, οι γονείς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με την ψυχολογία των παιδιών τους· δεν χολόσκαγαν μήπως το παιδάκι τους πάθει «ψυχολογικό τραύμα». Τροφή, στέγη, άντε να μην ανοίξει και κάνα κεφάλι κι όξω απ’ την πόρτα. Όχι μόνο δεν υπήρχαν σχολές γονέων, αλλά η ιδέα ότι ένας γονιός θα κάτσει να παίξει με το παιδί του με τις ώρες και θα ενδιαφερθεί για τον ευαίσθητο παιδικό ψυχισμό ακουγόταν σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας για τη συντριπτική πλειοψηφία των γονέων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς δεν αγαπούσαν τα παιδιά τους –κάθε άλλο– απλώς ότι δεν υπήρχε καμία ευαισθητοποίηση όσον αφορά τις συναισθηματικές και αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών.

Κατά τη γνώμη μου, αυτή η αλλαγή έχει κεφαλαιώδη σημασία στο γιατί πλέον οι άνθρωποι κάνουμε πολύ λιγότερα (ή καθόλου) παιδιά. Μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1990, οι νέοι δέχονταν εξωφρενικές πιέσεις να παντρευτούν και να γεννοβολήσουν, αλλιώς θεωρούνταν ότι είχαν αποτύχει στη ζωή τους. Αν έκαναν δυο τρία παιδιά, αρκούσε να τους παρέχουν τροφή, στέγη και σπουδές – τίποτα άλλο! Δεν υπήρχε όλη αυτή η ανήλεη πίεση που δέχονται οι σημερινοί γονείς ν’ αφιερώνουν «ποιοτικό» χρόνο στο παιδί τους, να παίζουν μαζί του, να κουβεντιάζουν, να εξηγούν, να διαπαιδαγωγούν, να λαμβάνουν υπόψη τις ευαισθησίες του συγκεκριμένου παιδιού, ν’ ασχολούνται ενεργά με τη συναισθηματική και νοητική του πρόοδο κοκ. Όπως έχει πει χιουμοριστικά η συγγραφέας Φραν Λίμποουιτς (η οποία μεγάλωσε τη δεκαετία του 1950): «Οι γονείς μας δεν μας έδιναν τόση προσοχή τότε όσο σήμερα […] Βασικά, οι γονείς μας δεν μας συμπαθούσαν. Ο κόσμος το ξεχνάει αυτό. Οι γονείς μας ήταν συνέχεια θυμωμένοι μαζί μας […] Οι γονείς μας μας αγαπούσαν αλλά δεν ήταν υποχρεωμένοι να μας συμπαθούν κιόλας».[2]

Μέχρι περίπου τη δεκαετία 1990, οι Έλληνες γονείς δεν περνούσαν πολύ χρόνο με τα παιδιά τους κι αυτό θεωρούταν εντάξει. Αν δεν έπαιζαν με τα παιδιά τους ή δεν είχαν διαβάσει δέκα βιβλία για τη σωστή συναισθηματική διάπλαση των παιδιών ή δεν είχαν πάει το παιδάκι τους να το εξετάσει μία ειδικός για μαθησιακές δυσκολίες ή σ’ έναν παιδοψυχολόγο για να δουν γιατί είναι τόσο κλειστό, κανείς δεν τους κοίταζε με μισό μάτι. Θεωρούνταν σωστότατοι γονείς, αρκεί να το τάιζαν, να το έντυναν και να εξασφάλιζαν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του για όταν μεγάλωνε και παντρευόταν. Κι ένα χαστούκι παραπάνω δεν έβλαψε ποτέ κανένα παιδί, ήταν η παλιά νοοτροπία.

Αυτή η νοοτροπία έχει αλλάξει άρδην. Μεριμνούμε απείρως περισσότερο για την προστασία των παιδιών σε σύγκριση με το παρελθόν· δεν διαπαιδαγωγούμε με ξυλιές, ενώ σιγά σιγά αρχίζουμε να συμπεριλαμβάνουμε την υποτίμηση και την αδιαφορία στον ορισμό της παιδικής κακοποίησης· δεν αδιαφορούμε όταν ένα παιδί έχει επικοινωνιακές ή μαθησιακές δυσκολίες. Δεν μπορούμε πλέον να ξεπετάξουμε πεντ-έξι και να τ’ αφήσουμε να μεγαλώσουν μόνα τους σαν αγριόχορτα. Το παιδί δεν χρειάζεται «μόνο αγάπη», όπως λέει το κλισέ, αλλά γονείς που παίρνουν τον ρόλο τους πολύ σοβαρά. Τα στάνταρ έχουν ανέβει· ένας άνθρωπος που κάνει σήμερα παιδί σχεδόν πρέπει να έχει πτυχίο παιδοψυχολογίας.

Το να κάνεις παιδί απαιτεί πλέον τεράστια συναισθηματική και χρονική επένδυση σε σύγκριση με το παρελθόν. Από το 1965 έως το 1998, ο χρόνος που περνούν οι παντρεμένοι πατεράδες φροντίζοντας τα παιδιά τους αυξήθηκε από 0,4 ώρες σε 1 ώρα την ημέρα, ενώ η αντίστοιχη αύξηση για τις μητέρες ήταν από 1,7 ώρες σε 1,8 ώρες στις ΗΠΑ (Bianchi 2000). Σε άλλη μελέτη, ο χρόνος που περνούσαν οι μητέρες με τα παιδιά τους την ημέρα αυξήθηκε από 0,7 ώρες την ημέρα σε 1,7 ανάμεσα στο 1961 και το 1999, ενώ για τους πατεράδες ο χρόνος εκτινάχθηκε από 0,2 σε 0,8 ώρες την ημέρα (αύξηση 300%) (Fisher, McCulloch, & Gershuny 1999). Στη Βρετανία, ο χρόνος που περνάει ένας πατέρας με τα παιδιά του αυξήθηκε από περίπου 12% το 1961 σε 30% το 1999 (Fisher, McCulloch, & Gershuny 1999). Μόλις το 51% των εργαζόμενων πατεράδων ανέφερε συμμετοχή στη φροντίδα των παιδιών τη δεκαετία του 1960, ενώ το 1990 αυτό το ποσοστό είχε ανέβει στο 72% (αντιθέτως, η συμμετοχή των μητέρων παρέμεινε άνω του 90% διαχρονικά αυτές τις τέσσερις δεκαετίες). Γενικότερα, οι γονείς και των δύο φύλων περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους (Sayer, Bianchi, and Robinson 2004). Αυτός ο περισσότερος χρόνος που οι νέοι γονείς περνάνε με τα παιδιά τους αφαιρείται από τον προσωπικό τους χρόνο και τον ύπνο (Hill and Stafford 1985).

Λιγότερα αλλά πιο «ποιοτικά» παιδιά

Κάνουμε, λοιπόν, λιγότερα παιδιά επειδή τα θέλουμε για άλλους λόγους απ’ ό,τι στο παρελθόν (η διαιώνιση του είδους δεν ήταν ποτέ για κανέναν λόγος να κάνει παιδιά). Στις μέρες μας, επενδύουμε πολύ περισσότερο σε κάθε παιδί: του προσφέρουμε περισσότερους πόρους – όχι μόνο οικονομικούς αλλά, πρωτίστως, συναισθηματικούς και χρονικούς, φροντίζοντας για τη σωστή ψυχολογική του ανάπτυξη κοκ (Becker & Lewis 1973· Becker & Tomes 1976· Willis 1987, στο Gauthier, Smeedeng & Furstenberg 2004). Αυτό σημαίνει ότι πολλοί νέοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη γονεϊκότητα ως μια ακραία απαιτητική και εξουθενωτική δραστηριότητα σε σύγκριση με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, που απλά έκαναν παιδιά. Δεν είναι μόνο το ότι οι νέοι σήμερα δεν βγάζουν αρκετά χρήματα για να κάνουν πολλά παιδιά, αλλά και ότι κρίνουν ότι δεν τους αρκούν οι συναισθηματικοί και χρονικοί πόροι για να μεγαλώσουν ένα παιδί σωστά και υπεύθυνα με βάση τις νέες αντιλήψεις για την ανατροφή (και την αξία) των παιδιών. Ακούμε και ξανακούμε το κλισέ «είναι μεγάλη ευθύνη να κάνεις παιδί». Η ευθύνη αυτή παλιότερα ήταν πολύ μικρότερη. Σήμερα, αυτή η ευθύνη δεν περιορίζεται μόνο στο να υπάρχουν αρκετά χρήματα, αλλά περιλαμβάνει το αν ένα άτομο επαρκεί συναισθηματικά και χρονικά να σταθεί στο ύψος των απαιτήσεων που θέτει η σύγχρονη κοινωνία για το τι σημαίνει να είσαι (σωστός) γονιός. Και πολλές γυναίκες και άντρες αρνούνται να μπουν σε μια τόσο απαιτητική διαδικασία.

Βιβλιογραφία:

  • Ariès Philippe and Robert Baldick (1965). Centuries of Childhood: A Social History of Family Life. First Vintage ed. New York: Vintage Books a division of Random House.
  • Bianchi, Suzanne (2000). “Maternal employment and time with children: Dramatic change or surprising continuity?,” Demography 37(4): 401–414.
  • Cunningham Hugh and Michael Morpurgo (2006). The Invention of Childhood. London: BBC.
  • Daum, Meghan (2015). Selfish, shallow, and self-absorbed: sixteen writers on the decision not to have kids. New York, New York: Picador
  • Eurostat, https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/-/DDN-20201021-1
  • Fisher, Kimberly, Andrew McCulloch, and Jonathan Gershuny (1999). “British fathers and children: A report for Channel 4 ‘Dispatches.’” «http://www.iser.essex.ac.uk/press/doc/2000-12-15.pdf»
  • Gauthier, A. H., Smeedeng, T. M., και Furstenberg, F. F. (2004). Are Parents Investing Less Time in Children? Trends in Selected Industrialized Countries. Population and Development Review, 30(4), 647–671. http://www.jstor.org/stable/3657333
  • James Allison & Prout Alan. (1990). Constructing and reconstructing childhood: contemporary issues in the sociological study of childhood. London: Falmer Press.
  • Kagitcibasi, Cigdem & Ataca, Bilge. (2015). Value of Children, Family Change, and Implications for the Care of the Elderly. Cross-Cultural Research. 49. 10.1177/1069397115598139.
  • Καλοβυρνάς, Λύο (2022). Μητέρα μηδέν παιδιών: Η μητρότητα ως επιλογή ή επιβολή. Αθήνα: Gutenberg.
  • Κοτζαμάνης, Βύρων (2017). Οι δημογραφικές εξελίξεις στην μεταπολεμική Ελλάδα: τάσεις, ρήξεις, προοπτικές. Βόλος: Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, ΤΜΧΠΠΑ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
  • Κοσυφολόγου, Αλίκη και Καναβέλη, Ελιάνα. (2023). Άπιαστη μητρότητα: Σύγχρονες όψεις της μητρότητας σε συνθήκες κρίσης. Αθήνα: Πλήθος.
  • Zelizer Viviana A. Rotman (1985). Pricing the Priceless Child : The Changing Social Value of Children. New York: Basic Books.

[1] Όπως επισημαίνουν οι ερευνήτριες Αλίκη Κοσυφολόγου και Ελιάνα Καναβέλη (2023), «η χρήση της προστακτικής «γεννάτε”, η οποία απευθύνεται σε πρώτο επίπεδο στα ζευγάρια νέων και σε δεύτερο επίπεδο στις γυναίκες, σε συνδυασμό με τη χρήση του ρήματος “χανόμαστε”, το οποίο αναφέρεται στο ελληνικό έθνος, κάνει σαφή τη σύνδεση ανάμεσα στο έθνος και στη μητρότητα». Οι γυναίκες προστάζονται να θέσουν τη μήτρα τους στην υπηρεσία όλων μας.

[2] Παραθέματα από: Sunday Morning, CBS News, 12 Δεκεμβρίου, 2021· διάλεξή της στην Αθήνα, 14 Μαρτίου, 2022· και The Beatles Are Here!: 50 Years after the Band Arrived in America, Writers, Musicians & Other Fans Remember.

Leave a Reply