Χαμένα αγόρια και κορίτσια (κι όλα τα ενδιάμεσα φύλα)· άνθρωποι που ζουν κάπως τυχαία, χωρίς σχέδιο, από τον ένα μήνα στον άλλο, άντε το πολύ να βάζουν στόχους τριμήνου. Ούτε κουβέντα για καριέρες ή μακροπρόθεσμα σχέδια. Τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου; Γρύλλοι. Επιθυμούν πράγματα, ονειρεύονται κάτι καλό για το μέλλον, αλλά σαν να μην υπάρχει ανοιχτός δρόμος προς τις επιθυμίες και τα όνειρά τους. Αρκετά τέτοια άτομα αφήνονται στις εφήμερες τρυφηλότητες – σεξ, ναρκωτικά, πάρτυ δίχως τέλος. Πολλά άλλα τέτοια άτομα δεν κάνουν ούτε αυτά· μελετούν, σπουδάζουν, βρίσκουν δουλειά, τα πάνε «καλά», αλλά χωρίς να έχουν πραγματικά επιλέξει τίποτα απ’ αυτά. Επιτελούν το καθήκον τους, βάζουν το ένα πόδι μπροστά απ’ το άλλο όπως έχουν διδαχτεί, ακολουθούν πεπατημένες γιατί έτσι κάνουν όλοι, ενώ στην πραγματικότητα απουσιάζουν από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ήμουν κι εγώ ένα τέτοιο χαμένο αγόρι καθ’ όλα μου τα 20s. Θυμάμαι μια καλή μου φίλη να με μαλώνει/προτρέπει στα 24 μου να καθίσω να σκεφτώ τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου· να μην αφήνω τα ταλέντα μου να χαραμίζονται. Ούτε που μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε. Ποια ταλέντα; Ποια ζωή! Εμένα το μόνο που με ένοιαζε τότε ήταν ν’ αντέχω τον εαυτό μου και τους ανθρώπους. Όπως εκμυστηρεύθηκε ένας από τους άντρες στις ομάδες αυτογνωσίας γκέι αντρών που συντονίζω: «Πέρασα σχεδόν όλη μου τη ζωή ή να χρειάζεται ν’ αντιμετωπίζω την επίθεση ή να χρειάζεται να συνέλθω από την επίθεση. Δεν ξέρω πώς είναι να ζω χωρίς απειλή». Ο συγκεκριμένος βρήκε καταφύγιο στις σπουδές και στο σεξ. Πάρα πολλές σπουδές, υπερβολικά πολύ σεξ.
Όταν έχεις ζήσει για πολλά χρόνια −συχνά από τότε που σε θυμάσαι− σ’ ένα καθεστώς απειλής, είτε επειδή είσαι τρανς, γκέι ή μπάι είτε επειδή μες στο σπίτι σου υπήρχε κακοποίηση (οποιουδήποτε τύπου) ή/και απαξίωση, ακόμα κι όταν καταφέρεις ν’ απεγκλωβιστείς από την απειλή, συχνά, πάρα πολύ συχνά, παραμένεις για καιρό μετά αδρανής κι ακινητοποιημένος, παθητικός δέκτης των καταστάσεων που σου φέρνει η ζωή. Η Κέιτλιν Μόραν το έχει διατυπώσει άριστα: «Εξυπακούεται πως όταν τα άτομα που έχουν συντριφτεί ψυχολογικά απελευθερώνονται, δεν ξεκινάνε αμέσως να πετυχαίνουν ένδοξα, καταπληκτικά επιτεύγματα όλο αυτοπεποίθηση. Αντιθέτως, κάθονται για λίγο στη γωνίτσα τους κι αναρωτιούνται “μαλάκα, τ’ ήταν αυτό;”, καθώς προσπαθούν να καταλάβουν τι πέρασαν και –συχνά− να εξακριβώσουν αν έφταιγαν τα ίδια (δική μου υπογράμμιση). Χρειάζεται να κατανοήσουν ποια ήταν η σχέση τους με τους πρώην κακοποιητές τους και να δημιουργήσουν νέες δομές ιεραρχίας – ή να καταλήξουν ότι δεν θέλουν καθόλου δομές ιεραρχίας. Έχουν την ανάγκη να μοιραστούν τα βιώματά τους και να ξεδιαλύνουν α) τι είναι “νορμάλ” και β) αν το θέλουν αυτό το “νορμάλ”. Πάνω απ’ όλα, απαιτείται κάμποσος χρόνος για ξεδιαλύνουν ποια είναι τα δικά τους πιστεύω, τι σκέφτονται τα ίδια. Αν όλη σου τη ζωή μάθαινες απ’ τους καταπιεστές σου πώς έχει ο κόσμος, παίρνει πολύ καιρό για να ξεδιαλύνεις ποια στοιχεία θέλεις να κρατήσεις και ποια να πετάξεις στα σκουπίδια· ποια στοιχεία σε δηλητηριάζουν και ποια αξίζουν. Με λίγα λόγια, ακολουθεί μια μακρά περίοδος κατά την οποία έχεις ανάγκη να σε χαϊδεύεις απαλά στην πλάτη και να σου λες: “Είμαι καλά; Τα πάω καλά;” κι ύστερα άλλη μια μεγάλη, πολύ μεγάλη σιωπηλή περίοδος περίσκεψης πριν ξεκινήσεις την οποιαδήποτε δράση».
Πολλά γκέι και τρανς άτομα, όπως επίσης και άνθρωποι που έχουν κακοποιηθεί (ή εξακολουθούν να κακοποιούνται) απ’ τους γονείς τους δεν μπορούμε να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Καλά καλά δεν μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε τι μας κάνει καλό και τι κακό. Όταν είσαι γκέι/τρανς ή/και κακοποιημένος από γονείς κι όλη σου τη ζωή σου παίρνεις το μήνυμα ότι είσαι λάθος, κάτι που πρέπει να διορθωθεί, ακόμα κι αν στο τώρα δεν ακούς αυτό το μήνυμα καθημερινά, μέσα σου παραμένει ένας βόθρος αρνητικότητας κι εσωτερικευμένης βίας που χρειάζεται ν’ αδειάσει πριν μπορέσεις να ζήσεις με βάση τα δικά σου δεδομένα, για τον απλό λόγο ότι δεν έχεις δικά σου δεδομένα! Δεν σου επιτράπηκε ποτέ ν’ αποκτήσεις.
«Μου πήρε πολλά χρόνια μέχρι να ξεράσω όλες τις βρωμιές που μου είχαν μάθει για το ποιος είμαι, και τις οποίες τις μισοπίστευα κι εγώ, ώσπου να καταφέρω να περπατήσω σ’ αυτή τη γη νιώθοντας ότι έχω δικαίωμα να βρίσκομαι εδώ», γράφει ο Αμερικανός μαύρος και γκέι συγγραφέας Τζέιμς Μπόλντουϊν. Μας παίρνει χρόνια.
Πέρασα σχεδόν όλα μου τα 20ς προσπαθώντας να πάψω να φοβάμαι τους άλλους ανθρώπους. Έκανα πράγματα –σπούδασα, μετακόμισα στο εξωτερικό, αναζήτησα καταφύγιο σε αρκετές new age ομάδες αυτοβελτίωσης− αλλά ό,τι έκανα δεν το έκανα με γνώμονα τι μου άρεσε ή τι ήθελα πραγματικά, αλλά με βασικό κριτήριο τι ήταν λιγότερο απειλητικό. Τι άντεχα. Και δεν άντεχα πολλά. Ένιωθα λάθος. Ένιωθα ότι χρειαζόμουν φτιάξιμο. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια ψυχοθεραπείας για να ξεφοβηθώ και να μπορέσω ν’ αρχίσω να ψηλαφώ τι θέλω στη ζωή μου. Ν’ αρχίσω να νιώθω καλά μες στο πετσί μου. Κι ακόμα περισσότερα στη συνέχεια για να βρω ποιος είμαι και τι ζωή θέλω να ζήσω.
Όπως μου έχει πει μια τρανς φίλη, τα λοατκι άτομα συχνά περνάμε τη δεκαετία των είκοσι με βασική, αν όχι μόνη, δραστηριότητα το ν’ απομακρυνθούμε από την απειλή και να μάθουμε να ζούμε. Και να φτιάξουμε τον χαλασμένο εαυτό μας, θα πρόσθετα εγώ, έναν εαυτό που μας χάλασαν άλλοι. Το ίδιο ισχύει και για τους κακοποιημένους ανθρώπους. Χρειάζεται χρόνος για να επουλώσουμε πληγές που ακόμη αιμορραγούν. Είναι δύσκολο να οργανώνεις φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον σου όταν ακόμα μαζεύεις αίματα και κουτσαίνεις απ’ τις κλοτσιές. Γι’ αυτό, το θεωρώ πολύ άδικο να μας κατηγορούμε ότι χάνουμε τον χρόνο μας ή σπαταλάμε τη ζωή μας. Δεν ξεκινάμε όλες οι άνθρωποι απ’ την ίδια αφετηρία, ούτε το κουλουάρ της καθεμιάς μιας στον στίβο της ζωής έχει το ίδιο έδαφος, τα ίδια εμπόδια, τα ίδια βάτα και γκρεμούς. Έχει σημασία, λοιπόν, να συνυπολογίσουμε τις βλάβες που έχουμε υποστεί και που καλούμαστε να επουλώσουμε όταν με αυστηρότητα μας κρίνουμε ως άχρηστους, τεμπέληδες, χαμένους στο διάστημα ή δειλούς και συνεσταλμένους. Και να μας δώσουμε χρόνο.